Προσφυγικό, ανισότητα και χρηματιστηριακός πλούτος φέρνουν τις κοινωνίες στα όρια. Οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις οδηγούν τους πολίτες στον λαϊκισμό. Γιατί απειλείται η δημοκρατία και ποια είναι τα στοιχήματα για ΕΕ-ΗΠΑ. Γράφει ο βασικός σχολιαστής των FT.
Στην εναρκτήρια αναμέτρηση για την κούρσα του 2016 για τον Λευκό Οίκο, ο Τεντ Κρουζ, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος που έχει χαρακτηριστεί «τσαρλατάνος», ξεπέρασε τον Ντόναλντ Τραμπ, έναν «νάρκισσο».
Εν τω μεταξύ, ο Μπέρνι Σάντερς, ένας αυτοποκαλούμενος σοσιαλιστής Δημοκρατικός, ήρθε σχεδόν ισόπαλος με την αγαπημένη του κατεστημένου,Χίλαρι Κλίντον.
Η αντίδραση κατά των ελίτ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν (και πώς) οι δυτικές ελίτ μπορεί να έρθουν πιο κοντά στον λαό.
Δεν είμαστε Κινέζοι. Ενδεχομένως ακόμα και οι Κινέζοι δεν θα είναι για πάντα ικανοποιημένοι με την παραχώρηση της ευθύνης για τις δημόσιες υποθέσεις σε μια αυτόκλητη ελίτ.
Στη Δύση ωστόσο, η ιδέα του «συμμετέχοντος πολίτη» (citizenship) -ότι η δημόσια ζωή ανήκει σε όλους τους πολίτες- δεν έχει απλά τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Είναι το αντικείμενο ενός αγώνα των τελευταίων αιώνων, με επιτυχημένη τελικά έκβαση. Ενα βασικό συστατικό του αγαθού βίου είναι ότι οι άνθρωποι δεν απολαμβάνουν μόνο μια σειρά προσωπικών ελευθεριών, αλλά έχουν και φωνή για τα κοινά.
Το αποτέλεσμα της ατομικής οικονομικής ελευθερίας μπορεί να είναι η μεγάλη ανισότητα, που ακυρώνει οποιαδήποτε ρεαλιστική αντίληψη για τη δημοκρατία. Η διακυβέρνηση των πολύπλοκων σύγχρονων κοινωνιών απαιτεί τεχνικές γνώσεις -και είμαστε ήδη αντιμέτωποι με τον κίνδυνο, το χάσμα ανάμεσα στις οικονομικές και τεχνοκρατικές ελίτ και τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων να γίνει πολύ μεγάλο για να γεφυρωθεί.
Αν τα πράγματα γίνουν οριακά, μπορεί να καταρρεύσει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης. Τότε είναι που οι ψηφοφόροι θα στραφούν σε πρόσωπα εκτός συστήματος για να καθαρίσουν την κατάσταση. Βλέπουμε μια στροφή σε τέτοια πρόσωπα όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Μια βολική άποψη είναι πως οι δυσαρεστημένοι θα εκφράσουν την οργή τους, αλλά το κέντρο θα κρατήσει. Αυτό είναι αρκετά πιθανό. Αλλά είναι μια ριψοκίνδυνη στρατηγική. Αν η απογοήτευση γίνει μεγαλύτερη, τοκέντρο μπορεί να μην κρατήσει. Αλλά ακόμα και αν κρατήσει, μια δημοκρατική κοινωνία στην οποία μια μεγάλη μειοψηφία είναι δυσαρεστημένη, την ώρα που η πλειοψηφία είναι γεμάτη δυσπιστία, δεν μπορεί να είναι μια χαρούμενη κοινωνία.
Ένα τέτοιο χάσμα έχει αρχίσει να δημιουργείται ανάμεσα στη στάση των ελίτ απέναντι στους εγκαθιδρυμένους θεσμούς και στη στάση της ευρύτερης μάζας των πολιτών.
Ποιες είναι οι ρίζες για αυτό το χάσμα; Μία είναι οι πολιτιστικές αλλαγές. Μια άλλη είναι απέχθεια για αλλαγές στην εθνική σύνθεση των κρατών. Υπάρχει επίσης μια αγωνία για την άνοδο της ανισότητας και την οικονομική ανασφάλεια. Αλλά ενδεχομένως η πιο βασική αιτία είναι μια όλο και αυξανόμενη αίσθηση ότι οι ελίτ είναι διεφθαρμένες, εφησυχασμένες και ανίκανες. Οι δημαγωγοί εκμεταλλεύονται αυτά τα αισθήματα οργής και ανησυχίας. Αυτή είναι η δουλειά τους.
Όπως επισημαίνει μια πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η ανισότητα έχει αυξηθεί σημαντικά στα περισσότερα μέλη του τις τελευταίες δεκαετίες. Το 1% έχει απολαύσει εξαιρετικά μεγάλες αυξήσεις στο μερίδιο του συνολικού προ φόρων εισοδήματος. Η διαφορά αυτή ανάμεσα στην επιτυχία των οικονομικών ελίτ και στην αποτυχία των υπολοίπων είναι ιδιαίτερα έντονη στις ΗΠΑ. Όπως σημειώνει ο ΟΟΣΑ: «Ανάμεσα στο 1975 και στο 2012 περίπου το 47% της συνολικής ανάπτυξης στα προ φόρων εισοδήματα πήγαν στο πλουσιότερο 1%».
Καθώς οι ΗΠΑ οδεύουν σε μια λατινοαμερικάνικου τύπου κατανομή εισοδήματος, η πολιτική τους ζωή έχει μολυνθεί από λατινοαμερικάνικου τύπου λαϊκιστές, τόσο από τα αριστερά, όσο και από τα δεξιά.
Πώς θα έπρεπε να αντιδράσουν αυτοί στο κέντρο; Οι επιτυχημένοι πολιτικοί κατανοούν ότι οι άνθρωποι θέλουν να νιώθουν ότι οι ανησυχίες τους θα ληφθούν υπόψη, ότι τα παιδιά τους έχουν την προοπτική μιας καλύτερης ζωής και ότι θα συνεχίσουν να έχουν έναν βαθμό οικονομικής ασφάλειας. Πάνω από όλα, πρέπει να εμπιστευτούν για μια ακόμη φορά την ικανότητα και την εντιμότητα των οικονομικών και πολιτικών ελίτ.
Αυτά είναι μερικά από όσα πρέπει να γίνουν. Πρώτον, από όλες τις πτυχές της παγκοσμιοποίησης, η μαζική μετανάστευση έχει τις πιο ανατρεπτικές συνέπειες. Οι διασυνοριακές μετακινήσεις πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο. Η παρουσία 11 εκατομμυρίων μεταναστών χωρίς έγγραφα στις ΗΠΑ δεν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί. Στην περίπτωση της Ευρώπης, η ανάκτηση του ελέγχου των συνόρων αποτελεί προτεραιότητα, αν θέλει η Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβιώσει. Οι πρόσφυγες πρέπει να γίνουν η προτεραιότητα. Αυτό προϋποθέτει η Ευρώπη να καταφέρει να προωθήσει την τάξη και πέρα από τα σύνορα του μπλοκ.
Δεύτερον, η ευρωζώνη πρέπει να προχωρήσει σε μια ριζική επανεξέταση της οικονομικής πολιτικής της λιτότητας. Είναι τρομερό ότι η πραγματική συνολική ζήτηση είναι χαμηλότερη από ό,τι στις αρχές του 2008.
Τρίτον, πρέπει να μπουν περιορισμοί στον χρηματοοικονομικό τομέα. Είναι όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η ασυγκράτητη εξάπλωση της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας δεν έχει φέρει μετρήσιμες βελτιώσεις στην οικονομική απόδοση. Αλλά έχει επιτρέψει μια τεράστια μεταφορά πλούτου.
Επιπλέον, ο καπιταλισμός πρέπει να συνεχίσει να βασίζεται στον ανταγωνισμό. Είμαστε σε μια νέα Χρυσή Εποχή (Gilded Age), όπου οι επιχειρήσεις ασκούν μεγάλη πολιτική επιρροή. Μια απάντηση σε αυτό είναι να προωθηθεί με κάθε τρόπο ο ανταγωνισμός. Κάτι τέτοιο θα χρειαστεί αποφασιστικές δράσεις.
Στη συνέχεια, η φορολόγηση πρέπει να γίνει πιο δίκαιη. Οι κάτοχοι κεφαλαίου, οι πιο επιτυχημένοι διαχειριστές κεφαλαίου και κάποιες κυρίαρχες εταιρείες απολαμβάνουν εξαιρετικά χαμηλή φορολόγηση των κερδών τους. Δεν αρκεί για τους επιχειρηματικούς ηγέτες να συνεχίσουν να επιμένουν ότι δεν παραβιάζουν τους νόμους. Αυτός δεν είναι ένας ικανοποιητικός ορισμός για την ηθική συμπεριφορά. Η αντίληψη αυτή είναι εξαιρετικά υποκριτική, όταν η διαμόρφωση των νόμων αυτών καθορίζεται από οικονομικά συμφέροντα.
Επιπρόσθετα, πρέπει να αμφισβητηθεί το δόγμα της υπεροχής των μετόχων. Οι μέτοχοι απολαμβάνουν το μεγάλο πλεονέκτημα της περιορισμένης ευθύνης. Με τα ρίσκα περιορισμένα, τα δικαιώματα ελέγχου θα έπρεπε να περιοριστούν και αυτά προς όφελος όσων είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στα ρίσκα που αντιμετωπίζει η εταιρεία, όπως οι εργαζόμενοι με πολλά χρόνια εργασίας.
Και τέλος, πρέπει να υπάρξουν όρια στον ρόλο του χρήματος στην πολιτική.
Οι δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν αυξανόμενες πιέσεις. Μεγάλη μερίδα των πολιτών αισθάνεταιπεριφρονημένη και στερημένη.
Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να συνεχίσει να παραβλέπεται.