Ο Sarrail επιθεωρεί Γαλλικά στρατεύματα |
Κατά την διάρκεια της κορύφωσης του Εθνικού διχασμού μετά την αποβίβαση των Συμμαχικών στρατευμάτων στην Θεσσαλονίκη, ένα από τα ζητήματα που υπήρξε σοβαρή αιτία προστριβών μεταξύ Ελληνικής κυβέρνησης και Αντάντ ήταν οι περίφημες ανταρτικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή της Ηπείρου και των Γρεβενών και στην περιοχή της "ουδέτερης ζώνης". Η "ουδέτερη ζώνη αποτελούσε μια περιοχή που παρεμβαλλόταν μεταξύ του "κράτους των Αθηνών" και του "Βενιζελικού κράτους της Θεσσαλονίκης", την οποία είχε καταλάβει ο Γαλλικός στρατός, ώστε να μην οδηγηθεί η χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Η αντιπαράθεση ξεκίνησε στις 15/28 Φεβρουαρίου με ανταλλαγή τηλεγραφημάτων μεταξύ του Γάλλου στρατηγού Καμπού, επικεφαλής των Γαλλικών δυνάμεων κατοχής της ουδέτερης ζώνης και του Έλληνα Πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου. Ο Καμπού συνεχώς κατήγγειλε την ύπαρξη και δράση Ελληνικών αντάρτικων τμημάτων υπό των οπλαρχηγό Τσόντο-Βάρδα που παρενοχλούσαν Γαλλικές μονάδες και δημιουργούσαν προβλήματα στην επικοινωνία και στον ανεφοδιασμό τους. Ο Λάμπρου απέρριπτε κάθε αιτίαση κατηγορώντας τον Γαλλικό στρατό για την καταπίεση εις βάρος των ντόπιων πληθυσμών.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1916, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν μέρος της Ηπείρου, προέβησαν στην απομάκρυνση των Ελληνικών Αρχών και την υποστήριξη του Αλβανικού στοιχείου. Η δημιουργία μιας ισχυρής Αλβανίας ως δορυφορικό προτεκτοράτο του Ιταλικού στέμματος δεν είναι μυστικό ότι αποτέλεσε επίσημη Ιταλική πολιτική για περισσότερο από 3 δεκαετίες. Ενισχυμένοι οι Αλβανοί από την Ιταλική κατοχή της περιοχής δημιούργησαν ένοπλες ομάδες ληστανταρτών που τρομοκρατούσαν το Ελληνικό γηγενές στοιχείο της περιοχής. Σε απάντηση της Αλβανικής επιθετικότητας, η ηγεσία του Ελληνικού στρατού ανέθεσε στον αντισυνταγματάρχη Τσόντο - Βάρδα, βαθύ γνώστη της περιοχής και των κατοίκων της, την δημιουργία ενόπλων ομάδων που ακριβώς θα υπεράσπιζε την Ελληνικότητα της περιοχής.
αποικιακά στρατεύματα στην Ελλάδα |
«Ολοι οι ως ύποπτοι καταγγελλόμενοι κάτοικοι των περί την ουδετέραν ζώνην χωρίων, συλλαμβανόμενοι, καταδικάζονται εις πολλάς ημέρας εις την ποινήν της επ’ ώμου, δίκην υποζυγίων, μεταφοράς των παρά τον ποταμόν δρυίνων δοκών εις το Διοικητήριον», καταγγέλλουν χαρακτηριστικά στον πρωθυπουργό Σπυρίδωνα Λάμπρο πέντε βουλευτές του Νομού Κοζάνης (17.1.1917).
Ο αστυνομικός διοικητής Γρεβενών πληροφορεί πάλι τις ίδιες μέρες την Αθήνα ότι «συνελήφθησαν οικογένειαι διαφόρων πολιτών και εξυλοκοπήθησαν διότι εγκατέλειψαν τας εστίας των οι άνδρες και τα τέκνα των», ότι τα αποικιακά στρατεύματα («Μαύροι») των Γρεβενών «προσέβαλον 6 γυναίκας άς είχον φυλακίσει διότι άνδρες και τέκνα των απεσύρθησαν εντεύθεν ουδετέρας ζώνης», ότι στην επίμαχη ζώνη πραγματοποιείται «αγρία επίταξις κτηνών μικρών και μεγάλων, αποστελλομένων εις Κοζάνην» κι ότι οι Γάλλοι ιππείς που στάλθηκαν στις 25.1.1917 στο χωριό Μεγάλο Σειρήνι για να συλλάβουν τον εκεί δάσκαλο «ήρπασαν δέκα βόας και 150 όρνιθας μη πληρώσαντες αξίαν, εξυλοκόπησαν χωρικούς και παρέλαβον Ελληνα και Μουσουλμάνον παρέδρους χωρίου μη παραδώσαντας αυτοίς 400 κιλά αραβοσίτου άτινα Γάλλος διοικητής εζήτησεν»· η εικόνα συμπληρώνεται από την πληροφορία ότι στη γειτονική Ροδοσνίτσα «μετά Γάλλων συνέπραττε και διδάσκαλος χωρίου Εμμ. Ρογδάκης εκ Κρήτης». Δεν λείπουν κι αιματηρότερα περιστατικά: «Σήμερον κάτοικοι χωρίου Ζυγόστι επιχειρούντες εισέλθωσιν εις Γρεβενά προς προμήθειαν αναγκαιούντων επυροβολήθησαν υπό μαύρων, πληγωθέντος ενός εις τον μηρόν».
Σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις οι ανταρτικές αυτές ομάδες προστάτεψαν τους γηγενείς έναντι των Γαλλικών καταπιέσεων και σε δύο τουλάχιστον σημειώθηκαν και συγκρούσεις με Γαλλικές δυνάμεις. Πάντως σε κάποιες περιπτώσεις η δραστηριότητα των ανταρτών ξέφευγε εύκολα από την πατριωτική τους αποστολή κι επεκτείνονταν σε καθημερινές κλοπές. Σε μια επίσκεψη τους στη μονή Ιλαρίωνος οι αντάρτες "απαλλοτρίωσαν" 1400 δραχμές. Σε μια ενέδρα των ληστών ενέπεσαν δεκατρείς Σενεγαλέζοι στρατιώτες και εξοντώθηκαν.
Τα αντίποινα των Γάλλων ακολούθησαν αμέσως. Ο ηγούμενος Ζιδανίου Καλλίνικος και πέντε λαϊκοί εκτελέστηκαν το Μάρτη του ΄17 ως τροφοδότες των ανταρτών. Θεσπίστηκε η απαγόρευση της ημερήσιας κυκλοφορίας άνω των 10 χμ χωρίς έγγραφη γαλλική άδεια, το λεγόμενο από τους γέρους Αιανιώτες «παπί» ή «λεσέ πασέ» όπως το αποκαλεί η εφημερίδα Ηχώ της Μακεδονίας. Οι ποινές έγιναν αυστηρότατες και κάθε απόκρυψη στρατιωτικού υλικού τιμωρούνταν με θάνατο. Εφαρμόστηκε λογοκρισία στην αλληλογραφία και κρατικός (διάβαζε γαλλικός) έλεγχος στον αγορανομικό τιμάριθμο ως και την κυκλοφορία των προϊόντων στο νομό. Ο μόνιμος υποσιτισμός των κατοίκων έφτασε στο ακρότατο του όριο εξ αιτίας των σοβαρών ελλείψεων στα τρόφιμα. Η ελονοσία, η κυρίαρχη ως τότε ασθένεια των κατοίκων, παραχώρησε τη θέση της στην εισαγόμενη γρίπη του ΄17.
Οι συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν επακριβώς το μέγεθος, την φύση και την δράση των Ελληνικών αυτών ενόπλων ομάδων, αλλά με συνεχείς αναφορές τους μεγαλοποιούσαν την δράση τους, δημιουργώντας μεγάλη δυσαρέσκεια στην Γαλλική κυβέρνηση που κατηγορούσε τις Ελληνικές Αρχές ότι δεν τηρούσαν την συμφωνία που είχε γίνει. Ακόμη χειρότερα ο Αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στην Θεσσαλονίκη Maurice Sarrail κατηγορούσε την Ελληνική κυβέρνηση ότι είχε δημιουργήσει αποθήκες οπλισμού στην Θεσσαλία για να ενισχύσει τις αντάρτικες ομάδες που είχαν δήθεν διαταγή να παρενοχλήσουν τις συμμαχικές εφοδιοπομπές. Αξιολογούσε ως πολύ επικίνδυνες για τα νώτα του στρατού του τις πρόχειρα συγκροτημένες ομάδες οπλοφόρων του Τσόντου που ποτέ δεν ξεπέρασαν σε μέγεθος τους 1000ους ενόπλους. Λίγους μήνες μετά την εκθρόνηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχαν αποθήκες στρατιωτικού υλικού στην Θεσσαλία...
Οι συνεχείς αναφορές των στρατηγών Καμπού και Σαράιγ στην Γαλλική κυβέρνηση με καταγγελίες εις βάρος της Ελληνικής κυβέρνησης των Αθηνών, διαμόρφωσαν ένα αρνητικό πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε και η τελική απόφαση των συμμάχων της Αντάντ να εκθρονίσουν τον Βασιλιά Κωνσταντίνο λίγους μήνες μετά...
Πηγές
ΓΕΣ, Η Ελλάς και ο πόλεμος στα Βαλκάνια 1914-1918, σελ 250-251
Θανάσης Καλλιανιώτης, Ο «εθνικός διχασμός» στο νομό Κοζάνης: 1916-1918
Διαμαντής Κωνσταντίνος, το αρχείο του Μακεδονομάχου Τσόντου - Βάρδα, άρθρο στο περιοδικό "Μακεδονικά", τόμος τέταρτος (1955-1960)
http://www.efsyn.gr/arthro/i-alli-katohi, άρθρο στην "εφημερίδα των συντακτών"
Διαμαντής Κωνσταντίνος, το αρχείο του Μακεδονομάχου Τσόντου - Βάρδα, άρθρο στο περιοδικό "Μακεδονικά", τόμος τέταρτος (1955-1960)
http://www.efsyn.gr/arthro/i-alli-katohi, άρθρο στην "εφημερίδα των συντακτών"
Επίμετρον - Βιογραφία Τσόντου - Βάρδα
Ο Γεώργιος Τσόντος γεννήθηκε την 18η Ιανουαρίου 1871 στο χωριό Ασκύφου των Σφακιών. Προερχόταν από Ιστορική οικογένεια της Κρήτης με εθνικές περγαμηνές καθώς ο προπάππους του Πύλος Πόλλακας είχε πολεμήσει και σκοτωθεί στην Κρητική εξέγερση του Δασκαλογιάννη (1769), ενώ ο πατέρας του Χαράλαμπος ήταν ο αρχηγός των Σφακιανών ενόπλων κατά την επανάσταση του 1866-1869. Ο Τσόντος εισήλθε στην σχολή Ευελπίδων το 1888 από όπου εξήλθε ανθυπολοχαγός πυροβολικού. Μετέβη εθελοντικά για να πολεμήσει στην Κρήτη το 1896 εγκαταλείποντας αυθαίρετα τις τάξεις του στρατού, για τον λόγο αυτό τιμωρήθηκε με προσωρινή παύση. Όταν κηρύχθηκε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, ο Τσόντος ανακλήθηκε στην υπηρεσία και υπηρέτησε στο εκστρατευτικό σώμα που στάλθηκε στην Κρήτη υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο. Η μεγάλη του διάκριση έγινε κατά τον Μακεδονικό αγώνα, όταν και εισήλθε στην Μακεδονία με δικό του ανταρτικό σώμα στις 5 Νοεμβρίου 1904, υπό την θρυλική επωνυμία "Βάρδας". Έδρασε στην Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα στην περιοχή του Μοναστηρίου και διακρίθηκε όσο κανείς άλλος στην περιοχή αυτή λαμβάνοντας και προαγωγή σε υπολοχαγό. Στην πεδιάδα του Μοναστηρίου το 1906 έκανε την μεγαλύτερη σε όγκο επίθεση Ελληνικού ανταρτικού σώματος στο χωριό Ιγρί, βάση των Βούλγαρων κομιτατζίδων το όποιο κατέλαβε και πυρπόλησε επικρατώντας οριστικά στην περιοχή.
Για την δράση του στην Μακεδονία προήχθη σε Λοχαγό το 1910 και σε ταγματάρχη το 1913. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως λοχαγός της Ι μεραρχίας. Στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο ανέλαβε την διοίκηση ανταρτικών σωμάτων για να εκκαθαρίσει την περιοχή των μετόπισθεν του Ελληνικού στρατού από Βούλγαρους λιποτάκτες η κομιτατζήδες που διενεργούσαν δολιοφθορές στις Ελληνικές γραμμές ανεφοδιασμού. Με την εκκίνηση του Βορειοηπειρωτικού Αγώνος παραιτήθηκε του Ελληνικού στρατού και ηγήθηκε των Ελληνικών δυνάμεων στον τομέα της Κορυτσάς τον οποίο απελευθέρωσε και παρέδωσε στον τακτικό Ελληνικό στρατό. Ανακλήθηκε στην υπηρεσία στις 2 Μαρτίου 1915 και προήχθη σε αντισυνταγματάρχη το 1916.
Για τη δράση του με τις ανταρτικές ομάδες κατά των Συμμάχων αποστρατεύθηκε και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και επικηρύχθηκε από την Βενιζελική κυβέρνηση με 25 χιλιάδες δρχ. Αρχικώς περιπλανήθηκε με άλλους οπαδούς του έκπτωτου Βασιλιά σε δυσπρόσιτα βουνά της Ευρυτανίας για τρεις μήνες. Αργότερα βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του Βενιζελικού Κώστα Σιάννου στο Παλαιόκαστρο Λαμίας όπου έμεινε αυτοέγκλειστος για 30 μήνες, ώσπου ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές και η διάδοχη κυβέρνηση τον αμνήστευσε. Την εμπειρία των 30 μηνών κατέγραψε στο ημερολόγιο του που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις "Πετσίβα" με την εξαιρετική επιμέλεια του Γιώργου Πετσίβα. Μετά τις εκλογές του 1920 ο Τσόντος αποκαταστάθηκε στον βαθμό του, ανέλαβε την διοίκηση της σχολής Ευελπίδων, και τον Δεκέμβριο του 1921 ανέλαβε υπηρεσία ως φρούραρχος Αθηνών.
Κατά την επανάσταση των Πλαστήρα - Γονατά φυλακίστηκε για έξι μήνες ενώ το 1923 αποστρατεύθηκε οριστικά. Στα μετέπειτα χρόνια πολιτεύτηκε με το Λαϊκό κόμμα, ενώ διετέλεσε και πληρεξούσιος της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης το 1935. Πέθανε το 1942 στην Αθήνα λόγω των μεγάλων στερήσεων της Κατοχής,
Υπήρξε ο μεγάλος εχθρός του Παύλου Γύπαρη, με όμοιες επιδόσεις και διακρίσεις στον ανορθόδοξο πόλεμο.
ΠΗΓΗ: http://www.istorikathemata.com/2017/05/1916-1917.html#more