Το 600 π.χ. περίπου, κοντά στις εκβολές του Ροδανού ποταμού στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται η περιοχή της Προβηγκίας στις ακτές της νότιας Γαλλίας, κατά τον Δεύτερο Ελληνικό Αποικισμό, είχε ιδρυθεί από τους Φωκαείς, μία από τις σπουδαιότερες Ελληνικές αποικίες. Αυτή ήταν η πόλη της Μασσαλίας. Ιδρυτές της Μασσαλίας ήταν οι Ίωνες της μικρασιατικής Φώκαιας. Φαίνεται ότι επήλθε κάποια συμφωνία ανάμεσα σε Έλληνες και Λίγυρες για παραχώρηση εδαφών, η οποία επισφραγίστηκε με τον γάμο του Φωκαέα οικιστή με την κόρη του Σεγόβριγα βασιλέα. Αμφότεροι ωφελούνταν. Οι Έλληνες βρήκαν έδαφος για εγκατάσταση ενώ οι Σεγόβριγες απέκτησαν έναν ισχυρό στρατιωτικά σύμμαχο για τους πολέμους τους εναντίον των γειτονικών φυλων. Ο αρχικός οικισμός της Μασσαλίας γιγαντωνόταν με το πέρασμα του χρόνου, αφαιρώντας όλο και περισσότερα εδάφη από τους ιθαγενείς, απειλώντας πλέον την ύπαρξη τους. Έγινε πόλεμος και νίκησαν οι Έλληνες. Η ελληνική κοινωνία τους έγινε κλειστή, στιβαρή και σημαντικά στρατικοποιημένη. Οι άλλοι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί που έφταναν στον Λακυδόνα, το λιμάνι της Μασσαλίας, παρατήρησαν ότι οι Μασσαλιώτες ήταν μονίμως αγέλαστοι, σοβαροί και αυστηροί. Ο μικρός στρατός τους ισχυροποιήθηκε χάρις στα συνεχή γυμνάσια ενώ το ναυτικό τους εξελίχθηκε σε ένα από τα καλύτερα της Μεσογείου. Η ανάπτυξη της Μασσαλίας υπήρξε ραγδαία. Μετέτρεψε τους γειτονικούς λιγυρικούς πληθυσμούς σε υποτελείς της ενώ προσάρτησε στο κράτος της και την γειτονική ελληνική Ηράκλεια-Μαστράβαλα (περί το 520 π.Χ.). Ίδρυσε πολλές δικές της αποικίες, «διοχετεύοντας» σε αυτές τους νέους Φωκαείς και άλλους Έλληνες αποίκους που έφθαναν στο λιμάνι της. Φημισμένες σύγχρονες γαλλικές και ισπανικές πόλεις ιδρύθηκαν ως μασσαλιώτικες ή φωκαϊκές αποικίες. Στη Γαλλία η Νις (αρχ. Νίκαια), η Αντίμπ (αρχ. Αντίπολη), η Αρλ (Θηλίνη), η Αβινιόν (Αυενιών), η Αγκντ (Τύχη Αγαθή), το Μονακό (Μονοίκου Ηρακλέους Λιμήν), το Σεν-Τροπέ (Αθηνόπολις), οι Κάννες (με το ίδιο όνομα) και στην Ισπανία η Βαρκελώνη (Καλλίπολις), η Αλικάντε (Άκρα Λευκή) και ενδεχομένως η Βαλένθια και η Έλτσε (Ιλικιάς ή Ελίκη;) είναι μερικές από αυτές. Άλλες σημαντικές ελληνικές πόλεις των ίδιων ακτών ήταν ο Ταυρόεις, η Ολβία, το Εμπορείο, η Ρόδη, η Ζακανθα, η Αλωνίς, η Θηλίνη, το Περγάντιο και το Ημεροσκόπειο. Οι Μασσαλιώτες απέκρουσαν τις επιθέσεις από θαλάσσης των Ετρούσκων, των Καρχηδονίων και των Λιγύρων πειρατών, κερδίζοντας πολλές νίκες. Η ναυτική δύναμη της Μασσαλίας ήταν τέτοια ώστε περιόρισε το πανίσχυρο καρχηδονιακό ναυτικό στην θαλάσσια περιοχή νοτίως των Βαλεαρίδων νήσων και έθεσε υπό τον έλεγχο της ολόκληρη την ακτή από το σύγχρονο Αλικάντε της Ισπανίας έως την Γένουα της Ιταλίας (η οποία ήταν Ετρουσκική αποικία).
Το μασσαλιώτικο κράτος περιελάμβανε τους περισσότερους από τους 80 - 100.000 συνολικά Έλληνες της Απώτατης Δύσης, είχε υπό τον άμεσο έλεγχο του μια έκταση περίπου 3-4.000 τετρ. Χμ. (όση είχε το κλασικό αθηναϊκό κράτος μαζί με τα νησιά Ίμβρο, Λήμνο και Σκύρο), ενώ η πολιτική επιρροή του εκτεινόταν σε άλλα 8 - 9.000 Τετρ. Χμ. εδαφών των ιθαγενών. Οι μόνες άλλες ελληνικές πόλεις της Απώτατης Δύσης που ήταν ανεξάρτητες από την Μασσαλία αλλά μόνο κατά διαστήματα ήταν το Εμπορείο, η Θηλίνη, η Ρόδη των Ροδίων, η Ζακανθα και η Νίκαια. Το άστυ της κλασσικής Μασσαλίας (5ος-4ος αιώνες π.Χ.) είχε πληθυσμό 40.000-50.000 κατοίκων, ίσο με αυτόν των σύγχρονων του πολεοδομικών ενότητων Αθηνών-Μακρών Τειχών-Πειραιώς και Κορίνθου-(κορινθιακών) Μακρών Τειχών-Λεχαίου. Ο μασσαλιώτικος στρατός αποτελείτο από Έλληνες οπλίτες και Γαλάτες και Λίγυρες ελαφρά οπλισμένους υποτελείς και μισθοφόρους. Περίφημο ήταν το μασσαλιώτικο ιππικό, στο οποίο οι Ρωμαίοι απένειμαν τα εύσημα για την προσφορά του κατά τον Β΄ καρχηδονιακό πόλεμο στην περιοχή του Ροδανού. Ακομη πιο ισχυρό ήταν το ναυτικό της Μασσαλίας, αποτελούμενο αρχικά από πεντηκοντόρους και διήρεις και αργότερα από τριήρεις, ενδεχομένως και πεντήρεις κατά την ελληνιστική περίοδο. Η Μασσαλία διατηρούσε σημαντική βιομηχανία παραγωγής όπλων λόγω της στρατικοποίησης της, αρκετά από τα οποία εξήγε στους Γαλάτες της ενδοχώρας. Οι Κέλτες επεκτείνονταν βαθμιαία εις βάρος των Λιγύρων, είτε με την κατάκτηση είτε με την απευθείας υιοθέτηση του πολιτισμού Λα Τεν από τους δεύτερους και έτσι τον επερχόμενο εκ-κελτισμό τους. Αρχικά οι Μασσαλιώτες δεν συγκρούστηκαν με τους νεοφερμένους.
Όπως είδαμε, οι δύο λαοί γνωρίζονταν πολύ καλά από τις εμπορικές συναλλαγές τους και την ευεργετική επίδραση της Μασσαλίας. Τώρα είχαν πλέον και εδαφική επαφή. Εκτός από τα κοινά εμπορικά συμφέροντα είχαν και κοινά πολιτικά, καθότι αμφότεροι κυβερνούσαν υποτελείς λιγυρικούς πληθυσμούς. Στις αρχές του 4ου αιώνα, η καθαυτό Γαλατία είχε γίνει εξολοκλήρου σφαίρα της μασσαλιώτικης επιρροής. Για αυτόν τον λόγο οι Μασσαλιώτες αδιαφορούσαν πάντοτε για τον έλεγχο της Ιβηρικής και των Στηλών του Ηρακλή (σημερινό Γιβραλτάρ), τον οποίο είχαν αφήσει στους Καρχηδονίους. Το μόνο ενδιαφέρον για τους δύο λαούς πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες ήταν ο κασσίτερος των Κασσιτερίδων νήσων (τα νησιά Σίλλυ της βρετανικής ακτής), τον οποίο ωστόσο, οι Μασσαλιώτες προμηθεύονταν χωρίς προβλήματα από τους χερσαίους δρόμους της Γαλατίας. Αντιθέτως, οι Καρχηδόνιοι έπρεπε να διενεργήσουν το μακρύ και επικίνδυνο θαλάσσιο ταξίδι από την Μεσόγειο μέχρι την Βρετανία προκειμένου να τον προμηθευτούν εφόσον οι δρόμοι της Γαλατίας παρέμειναν για πάντα κλειστοί για αυτούς. Λόγω αυτής της κατάστασης υπήρχε μια «άτυπη» συμφωνία μεταξύ Μασσαλίας και Καρχηδόνας, σύμφωνα με την οποία η Γαλατία ήταν σφαίρα επιρροής της πρώτης ενώ η Ιβηρική αποτελούσε χώρο της δεύτερης. Αργότερα η συμφωνία έγινε επίσημη με τον καθορισμό του ποταμού Ίβηρα της Ισπανίας ως συνόρου ανάμεσα στις δύο σφαίρες. Η Μασσαλία έστειλε από νωρίς τους θαλασσοπόρους της να εξερευνήσουν τις ακτές του Ατλαντικού.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Ευθυμένης και οι άνδρες του πέρασαν το Γιβραλτάρ και περιέπλευσαν τις αφρικανικές ακτές μέχρι τις εκβολές του ποταμού Σενεγάλη. Πιο φημισμένος είναι ο Πυθέας ο οποίος ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση με προορισμό του τις παγωμένες θάλασσες του βορρά (περί το 335-330 π.Χ.). Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υποθέσει ότι η αποστολή του χρηματοδοτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος την ίδια εποχή συνέτριβε τους Πέρσες στην Ασία. Ο μεγάλος κατακτητής σκόπευε μελλοντικά να στρέψει τις στρατιές του προς την Δύση, για αυτό χρειαζόταν πληροφορίες για τις χώρες της. Σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν ότι ο Πυθέας χρησιμοποίησε ένα από τα πλοία των Γαλατών ναυτικών, π.χ. τα σκάφη των Αρμορικανών Βενετών. Εντούτοις, δεν τα χρειαζόταν παρά την κατασκευαστική ποιότητα τους, επειδή το πλοίο του ήταν κατά πάσα πιθανότητα ολκάδα, ελληνικό εμπορικό σκάφος το οποίο λόγω του «ημισφαιρικού» σχήματος του μπορούσε να αντεπεξέλθει στα υψηλά κύματα του Ατλαντικού (σε αντίθεση με την τριήρη που θα κινδύνευε να βυθιστεί). Η παράδοση η οποία αναφέρει ότι οι Καρχηδόνιοι φρουρούσαν το στενό του Γιβραλτάρ και δεν άφηναν κανέναν να πλεύσει στον Ατλαντικό χωρίς την άδεια τους, δεν έχει ιστορική αξία. Οι Φοίνικες δεν μπορούσαν να εμποδίσουν τους Μασσαλιώτες να βγουν στον Ωκεανό, όταν αυτοί το ήθελαν. Οι θαλασσομάχοι της Μασσαλίας είχαν νικήσει αρκετές φορές τον καρχηδονιακό πολεμικό στόλο, όπως δείχνουν τα τρόπαια από ναυτικές νίκες και τα ανάλογα αφιερώματα τους στους Δελφούς (Θουκυδίδης, Ιουστίνος, Στράβων και Παυσανίας). Εξάλλου ο Πυθέας αναφέρει σε αποσπάσματα του έργου του, ποταμούς της Ιβηρικής οι οποίοι χύνονται στον Ατλαντικό, αναφορά που σημαίνει ότι περιέπλευσε την εν λόγω χερσόνησο. Είναι μάλλον απίθανη η άποψη ότι αν οι Μασσαλιώτες ήθελαν πραγματικά να πλεύσουν στον Ατλαντικό, θα εμποδίζονταν από τους Καρχηδονίους. Αντίθετα, ενας Βρετανός ιστορικός παρέχει ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει η πιθανότητα οι Μασσαλιώτες και οι Καρχηδόνιοι να συνεργάσθηκαν κατά τις εξερευνήσεις τους στον Ατλαντικό. Η Μασσαλία σύντομα εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό θαλάσσιο εμπορικό κέντρο. Τον 4ο αιώνα π.χ., ο έντονος εμπορικός ανταγωνισμός μεταξύ των Ελληνικών πόλεων-κρατών και των Καρχηδόνιων είχε περάσει και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Οι Καρχηδόνιοι ήδη είχαν επεκταθεί στις βόρειες ακτές της Αφρικής από το σημερινό Μαρόκο μέχρι και την σημερινή περιοχή της δυτικής Λιβύης. Θέλοντας λοιπόν να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της Μεσογείου, κατέλαβαν το πέρασμα του Γιβραλτάρ και τις νότιες ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου, λεηλατώντας μάλιστα και δύο αποικίες των Μασσαλιωτών στην Ιβηρική χερσόνησο, την Μαινάκη και το Ημεροσκόπειον. Επίσης είχαν καταφέρει να ελέγχουν και όλα τα περάσματα από την Κορσική μέχρι και εκείνο μεταξύ της δυτικής Σικελίας και της Τυνησίας όπου εκεί τότε βρισκόταν η πόλη της Καρχηδόνας, υποβάλλοντας έτσι την Μασσαλία σε πλήρη ναυτικό αποκλεισμό από τις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις. Η πρώτη λύση διεξόδου προς την θάλασσα που σκέφτηκαν οι Μασσαλιώτες, ήταν μέσω των ποταμών της κεντρικής Ευρώπης προς τον Ατλαντικό ωκεανό. Αλλά οι σημαντικές απώλειες που είχαν τα πλοία τους από τις ενέδρες που έστηναν εχθρικές φυλές, έκαναν τους Μασσαλιώτες να εγκαταλείψουν σύντομα την ιδέα αυτή. Η ανάγκη όμως για εύρεση θαλάσσιων εμπορικών δρόμων παρέμενε και με τον καιρό γινόταν όλο και εντονότερη. Τότε οι Μασσαλιώτες έμποροι στράφηκαν σε έναν σπουδαίο ναυτικό και γεωγράφο ο οποίος θα αναλάμβανε να βρει νέους θαλάσσιους δρόμους που θα τόνωναν και πάλι το εμπόριο της πόλης. Αυτός ήταν ο Πυθέας.
Με δύο πλοία πεντηκόντορους και ογδόντα άνδρες για πλήρωμα, ο Πυθέας αναχώρησε το 331 π.χ. από το λιμάνι της Μασσαλίας, κατευθυνόμενος δυτικά και κατά μήκος των νότιων ακτών της Ιβηρικής χερσονήσου. Υπό τον κίνδυνο η αποστολή να δεχθεί επίθεση από τα πλοία των Καρχηδόνιων, τα δύο πλοία του Πυθέα, έπλεαν με την συνοδεία πολεμικών πλοίων μέχρι να απομακρυθούν από τις περιοχές που έλεγχαν οι Καρχηδόνιοι. Φτάνοντας στον πορθμό του Γιβραλτάρ, η νηοπομπή των Μασσαλιωτών ήρθε αντιμέτωπη με τα Καρχηδονικά πλοία που περιπολούσαν την περιοχή. Οι Μασσαλιώτες όμως, όντας καλύτεροι ναυτικοί και ναυμάχοι, έτρεψαν τα εχθρικά πλοία σε φυγή, καταλαμβάνοντας μάλιστα και δύο από αυτά. Το γεγονός αυτό, έκανε τους Καρχηδόνιους να πιστέψουν πως τα πλοία που συνόδευαν τον Πυθέα, ήταν μόλις τα πρώτα πλοία που είχαν φτάσει από μια γενικευμένη επίθεση των Μασσαλιωτών εναντίων τους. Έτσι, οι Καρχηδόνιοι στράφηκαν στην οχύρωση των πόλεων τους. Εκμεταλλευόμενος αυτήν την σύγχυση αλλά και την ανικανότητα των Καρχηδόνιων να πλέουν νύχτα, ο Πυθέας πέρασε τον Πορθμό του Γιβραλτάρ και τα πολεμικά πλοία που τον συνόδευαν επέστρεψαν στην Μασσαλία με την λεία τους. Τα δύο πλοία του Πυθέα, συνέχισαν το ταξίδι τους κάνοντας τον περίπλου της Ιβηρικής χερσονήσου και περνώντας τον Βισκαϊκό κόλπο, έφτασαν στην Βρετάνη. Εκεί, ο Πυθέας, έκανε τις πρώτες σπουδαίες για την εποχή παρατηρήσεις του. Κατέγραψε το φαινόμενο της παλίρροιας και έδωσε πρώτος την εξήγηση πως αυτό οφείλεται στις κινήσεις της Σελήνης και των ουρανίων σωμάτων. Κατέγραψε επίσης το θαλάσσιο ρεύμα της περιοχής, έτσι ώστε να το εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά την συνέχεια του ταξιδιού του. Το σημαντικότερο όμως, το οποίο είχε να κάνει με την εμπορική επιτυχία της αποστολής, είναι πως εκεί βρέθηκαν αυτόχθονες που έκαναν εξόρυξη κασσιτέρου. Αν και ο Πυθέας είχε κάθε λόγο πλέον να πάρει τον δρόμο της επιστροφής, συνέχισε το ταξίδι του, πλέοντας βόρεια μέχρι που έφτασε στις ακτές της Κορνουάλης (νοτιοδυτικό άκρο της Αγγλίας). Στην Κορνουάλη ο Πυθέας ανακάλυψε μία ακόμα πηγή κασσιτέρου.
Εξερεύνησε τα νησιά δυτικά του ακρωτηρίου τα οποία και ονόμασε Οιστρυμίδες Νήσους. Τα νησιά αυτά σήμερα είναι γνωστά ως Νησιά Σίλι (Isles of Scilly). Από την Κορνουάλη, ο Πυθέας έκανε τον περίπλου της Αλβιώνας (σημερινή Μεγάλη Βρετανία), καταγράφοντας και εξερευνώντας αρκετά μέρη του νησιού, όπως και τον ποταμό Τάμεση, αρκετούς αιώνες πριν κατοικηθεί η περιοχή που σήμερα βρίσκεται η πόλη του Λονδίνου. Φτάνοντας και πάλι στην Κορνουάλη, ο Πυθέας γίνεται ο πρώτος που καταγράφει την Μεγάλη Βρετανία ως νησί, υπολογίζοντας μάλιστα την περίμετρο της με απόκλιση μόλις 2,5 τοις εκατό από την πραγματική. Από την Κορνουάλη, κατευθύνθηκε ανατολικά, πέρασε τον πορθμό του Ντόβερ φτάνοντας στις εκβολές του ποταμού Έλβα τον οποίο και εξερεύνησε αναζητώντας δίοδο προς την Μαύρη θάλασσα. Στον Έλβα, ο Πυθέας και οι άνδρες του ήρθαν σε επαφή με διάφορες φυλές ιθαγενών προσεγγίζοντας τες ειρηνικά. Ο Πυθέας, βλέποντας πως δεν μπορούσε να βρεθεί δίοδος από τον Έλβα, έπλευσε προς την Βόρεια Θάλασσα και κατευθύνθηκε προς την Βαλτική, φτάνοντας μέχρι τα νησιά Ώλαντ που βρίσκονται στις νοτιοδυτικές ακτές της Φινλανδίας. Εκεί ο Πυθέας έψαξε και πάλι για κάποια δίοδο προς την Μαύρη θάλασσα. Ψάχνοντας και εξερευνώντας μέσα σε μια πλειάδα από νησιά, ποτάμια και βάλτους που φάνταζαν χωρίς τέλος, οι άνδρες του Πυθέα, άρχισαν να εξαντλούνται. Βλέποντας πως οι προσπάθειες του δεν απέδιδαν καρπούς, αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι του περνώντας στις απέναντι ακτές, εκεί που σήμερα βρίσκεται η περιοχή της Στοκχόλμης, συνεχίζοντας μέχρι τις νότιες ακτές της Νορβηγίας. Τα έντονα καιρικά φαινόμενα που συνάντησε εκεί, τον προέτρεψαν να εγκαταλείψει την περιοχή και να επιστρέψει στην Κορνουάλη. Φτάνοντας και πάλι στην Κορνουάλη, συνέχισε το ταξίδι του πλέοντας αυτή την φορά βόρεια. Διέσχισε την Ιρλανδική θάλασσα και συνέχισε φτάνοντας στις Ορκάδες νήσους (σημερινά Orkney Islands) όπου εκεί ανεφοδίασε τα πλοία του. Από εκεί ο Πυθέας με τα πλοία του συνέχισε το ταξίδι του ακόμα βορειότερα, σαν να ήθελε να φτάσει στην βόρεια άκρη του κόσμου. Έφτασε σε ένα νησί που ο ίδιος ονόμασε Θούλη. Για το ποιο ήταν το νησί της Θούλης, κανείς δεν γνωρίζει. Οι εικασίες των ερευνητών ξεκινούν από τα Νησιά Φερόε και φτάνουν μέχρι και την Γροιλανδία. Συνεχίζοντας βόρεια του νησιού αυτού, ο Πυθέας γίνεται ο πρώτος που περιγράφει τους Πολικούς πάγους ως μια πυκνόρρευστη μάζα όπου εκεί κανείς δεν μπορεί να πλεύσει και πως το κυρίαρχο στοιχείο ήταν το ψύχος. Ο Πυθέας επίσης περιέγραψε για πρώτη φορά τον Μεσονύκτιο Ήλιο, κάτι που μαρτυρά πως πέρασε βόρεια του Αρκτικού Κύκλου όπου εκεί τους θερινούς μήνες ο Ήλιος δεν δύει. Οι παρατηρήσεις του Πυθέα διασώθηκαν από αντιγραφές αποσπασμάτων που έκαναν μεταγενέστεροι συγγραφείς όπως ο Διόδωρος, ο Πλίνιος και ο Στράβων. Ο Στράβων μάλιστα, χρησιμοποίησε αποσπάσματα από τις παρατηρήσεις αυτές, ειρωνευόμενος και παρουσιάζοντας τες ως παράλογες, καθώς τα φαινόμενα που είχε περιγράψει ο Πυθέας ήταν ακατανόητα και πρωτοφανή για τους πολιτισμούς της Μεσογείου.
Έστω και με αυτόν τον τρόπο όμως, τα κείμενα του Στράβωνα μας φέρνουν στο φως πολύτιμα στοιχεία για το ταξίδι του Πυθέα. Αν αναλογιστούμε την έκταση του ταξιδιού αυτού παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που συνάντησαν ο Πυθέας και οι ναύτες του, αλλά και τις πολύτιμες πληροφορίες που άφησε ως παρακαταθήκη για τους μεταγενέστερους γεωγράφους και εξερευνητές, δικαίως το ταξίδι αυτό θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα της Ιστορίας των Ναυτικών Ανακαλύψεων, όπως και ο Πυθέας ένας από τους σπουδαιότερους θαλασσοπόρους εξερευνητές.
Το είδαμε στο:http://autochthonesellhnes.blogspot.gr