Οι
κεντρικές τράπεζες οφείλουν να είναι εξ ολοκλήρου δημόσιοι οργανισμοί,
ανεξάρτητοι από τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, από τους ιδιώτες
επενδυτές, καθώς επίσης από τις κυβερνήσεις – αποτελώντας τον τέταρτο πυλώνα της κρατικής εξουσίας.
Δίπλα στις τρεις ανεξάρτητες εξουσίες, στην εκτελεστική (κυβέρνηση),
στη νομοθετική (κοινοβούλιο) και στη δικαστική, οφείλει να προστεθεί η νομισματική εξουσία – ένας
δημόσιος θεσμός δηλαδή, ο οποίος να έχει το προνόμιο, το αποκλειστικό
δικαίωμα καλύτερα της δημιουργίας των νόμιμων και αποδεκτών μέσων
ανταλλαγής: των εκάστοτε χρημάτων και νομισμάτων.
Με
τον τρόπο αυτό θα είχε τη δυνατότητα το κράτος να δανείζεται άτοκα - με
μέτρο φυσικά και υπό τον διαρκή έλεγχο των υπολοίπων τριών εξουσιών,
καθώς επίσης των Πολιτών του. Έτσι θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα,
όσον αφορά τις ανάγκες του συνόλου της κοινωνίας – ενώ θα είχε τη
δυνατότητα να κατευθύνει ορθολογικότερα την ποσότητα χρήματος (επίσης τα
βασικά επιτόκια κλπ.), χωρίς να δημιουργούνται οι κερδοσκοπικές
φούσκες, οι υφέσεις και οι πληθωρισμοί από τις μανιοκαταθλιπτικές, αχόρταγες «αγορές»”.
Άρθρο
Η
χρηματοπιστωτική κρίση, τα οδυνηρά επακόλουθα της οποίας συνεχίζει
δυστυχώς να βιώνει ολόκληρος ο πλανήτης, έχει αναμφίβολα πολλές
διαφορετικές αιτίες – μερικές από τις οποίες είναι η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, οι ευρωπαϊκές ασυμμετρίες, καθώς επίσης η παγκόσμια αναδιανομή των εισοδημάτων.
Οι δύο πρώτες οφείλονται
κυρίως στην προβληματική συνύπαρξη των ελλειμματικών με τις
πλεονασματικές οικονομίες, τόσο σε διεθνές, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο – όπου δυστυχώς χώρες, όπως η Κίνα και η Γερμανία,
απειλούν με τις εξαγωγικές τους «επιδόσεις», σε συνδυασμό με τον
σκόπιμο περιορισμό της εσωτερικής τους ζήτησης, αφενός μεν ολόκληρο τον
πλανήτη, αφετέρου την Ευρωζώνη και το κοινό νόμισμα.
Όσον αφορά την τελευταία, με βάση την οποία οι
μισθοί των αναπτυσσομένων οικονομιών αυξάνονται, ενώ οι μισθοί των
ανεπτυγμένων μειώνονται, «τείνοντας» σε ένα σημείο ισορροπίας μεταξύ
τους, οι επιπτώσεις της στις ελλειμματικές, εξαρτημένες οικονομίες,
στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα, είναι εξαιρετικά επώδυνες (ειδικά όταν
παράλληλα σχεδιάζεται η δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών κατάργησης
της εργατικής και λοιπής νομοθεσίας – έτσι ώστε οι μισθοί της Ελλάδας, για παράδειγμα, να είναι ίσοι με τους μισθούς της Κίνας, συν το μεταφορικό κόστος).
Περαιτέρω τα κράτη, στα πλαίσια των προσπαθειών τους να αντιμετωπισθεί η χρηματοπιστωτική κρίση, επεμβαίνουν μαζικά στις χρηματαγορές, με στόχο να διασώσουν τις υπερχρεωμένες τράπεζες και τον ίδιο τον εαυτό τους – αφού τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός τομέας των περισσοτέρων, έχει ξεπεράσει τα ανώτατα όρια του δανεισμού.
Ένα
από τα βασικά όπλα τους, μία μέθοδος αντιμετώπισης της κρίσης καλύτερα,
είναι η πολιτική της αύξησης της ποσότητας χρήματος – η οποία θεωρείται
ως η πολιτική του μικρότερου κακού («το μη χείρων βέλτιστον»). Το αποτέλεσμα της είναι η συνέχιση της αύξησης των χρεών, η οποία όμως κάποια στιγμή φτάνει στα ανώτατα όρια της. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ειδικά στην περίπτωση της Ευρωζώνης, η μοναδική λύση που θα απομείνει θα είναι η επέμβαση της ΕΚΤ – η οποία θα αναγκασθεί να επιλέξει το «μονεταρισμό» των χρεών, με την μαζική έκδοση νέων χρημάτων.
Το γεγονός αυτό θα μας οδηγήσει δυστυχώς σε έναν υψηλό πληθωρισμό, όπως τεκμηριώνεται από την ιστορία – όπου ο πληθωρισμός αποτελεί ουσιαστικά μία φορολογία, όπως όλες οι άλλες, η οποία όμως είναι εξαιρετικά ύπουλη, ενώ προκαλεί πολύ μεγάλες ζημίες στις οικονομίες των κρατών.
Ειδικότερα, αν και ο πληθωρισμός περιορίζει τα χρέη, δεν οδηγεί δυστυχώς σε ένα καλύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στην καλύτερη περίπτωση, απλά επιτρέπει την περαιτέρω προβληματική επιβίωση των οικονομιών
– ενώ θεωρείται ως μία πολύ ακριβή λύση, για να διατηρηθεί ένα
χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο είναι αδύνατον να λειτουργήσει ως
έχει μακροπρόθεσμα.
Βέβαια,
οι κεντρικές τράπεζες (τα ίδια προβλήματα με την Ευρωζώνη έχουν οι
Η.Π.Α., η Μ. Βρετανία, η Ιαπωνία και πολλές άλλες χώρες) τονίζουν κάθε
φορά ότι, έχουν αρκετά μέσα στη διάθεση τους, με τα οποία μπορούν να απορροφήσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα από τις αγορές, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο πληθωρισμός – κάτι που τεχνικά είναι φυσικά εφικτό.
Εν τούτοις, το
ουσιαστικό ερώτημα δεν είναι η τεχνική της μείωσης της ποσότητας
χρήματος, αλλά η δυνατότητα να αποφασισθεί κάτι τέτοιο από την πολιτική
– κάτι που είναι πολύ δύσκολο, αφού ο πληθωρισμός μειώνει τα χρέη των
νοικοκυριών, καθώς επίσης όλων των άλλων υπερχρεωμένων συντελεστών,
ιδιαίτερα δε των τραπεζών.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΙΝΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Συνεχίζοντας,
αν και ο κίνδυνος να εξελιχθεί ο πληθωρισμός σε υπερπληθωρισμό δεν
φαίνεται σήμερα μεγάλος, παραμένει υπαρκτός. Σε μία τέτοια περίπτωση, όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά ανησυχούν, παρατηρώντας τη διαρκή αύξηση της ποσότητας χρήματος
– με αποτέλεσμα να μην εμπιστεύονται πλέον τα χάρτινα χρήματα, τα οποία
κατ’ επακόλουθο χάνουν ραγδαία, όσον αφορά την αγοραστική τους αξία.
Αν
και ο κίνδυνος δεν φαίνεται σήμερα υπαρκτός, έχουμε την άποψη ότι, δεν
είναι παράλογο να ασχοληθεί κανείς με ένα τέτοιο σενάριο, το οποίο έχει άμεση σχέση με το μέλλον του «ακάλυπτου», του μη εγγυημένου δηλαδή «χάρτινου» χρήματος, το οποίο επικράτησε στον πλανήτη μετά την κατάργηση του Bretton Woods.
Πολύ περισσότερο, επειδή η ευρωπαϊκή «πολιτική διασώσεων» (EFSF, ESM κλπ.), στα θεμέλια της οποίας «ελλοχεύει» μία τραπεζική βόμβα μεγατόνων, ενώ στο δρόμο της έχει τοποθετηθεί μία θανατηφόρα γερμανική παγίδα, διορθώνει μόνο τα συμπτώματα της κρίσης – αφήνοντας ανέπαφες τις αιτίες της.
Αναλυτικότερα «η
αιτία των αιτιών», αυτή δηλαδή που «κρύβεται» στη βάση του προβλήματος,
είναι η αρχιτεκτονική του σημερινού, χάρτινου νομισματικού συστήματος – της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, μέσω κυρίως των εμπορικών τραπεζών.
Το γεγονός αυτό οδηγεί
υποχρεωτικά σε συνεχώς αυξανόμενες και συχνότερες οικονομικές κρίσεις,
οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα «την αιτία και το αιτιατό» της
υπερχρέωσης. Για εκείνο το χρονικό διάστημα λοιπόν που δεν θα
αποφασισθεί η αντιμετώπιση του κεντρικού προβλήματος της δημιουργίας
χρημάτων από το πουθενά, κυρίως εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, οι
κρίσεις θα συνεχίζονται αυξανόμενες - μέχρι την τελική κατάρρευση του
συστήματος.
Τα
παραπάνω δεν αφορούν φυσικά μόνο την Ευρωζώνη, αλλά όλα εκείνες τις
«νομισματικές ζώνες», οι οποίες χρησιμοποιούν ακάλυπτα, χάρτινα χρήματα –
γεγονός που σημαίνει ότι, είμαστε αντιμέτωποι με μία παγκόσμια κρίση του συστήματος των χάρτινων χρημάτων.
Οι προσπάθειες δε καταπολέμησης της κρίσης με την έκδοση νέων,
«ακάλυπτων» χρημάτων, με τεχνητά χαμηλά επιτόκια δανεισμού (τα οποία διαστρεβλώνουν τις αξίες, δημιουργούν τεράστιες φούσκες και καταστρέφουν «το αόρατο χέρι της αγοράς»), είναι αδύνατον να έχουν αποτέλεσμα.
Κατά την άποψη μας, όπως επίσης πολλών άλλων οικονομολόγων, αποδεχόμενοι τη δυσκολία και τους κινδύνους της επιστροφής στον κανόνα του χρυσού, η μοναδική λύση είναι η κυκλοφορία χρημάτων, τα οποία θα είναι 100% καλυμμένα (εγγυημένα)
– γεγονός που είναι δυνατόν να συμβεί, εάν οι εμπορικές τράπεζες
υποχρεωθούν να διαθέτουν εγγυήσεις στις εκάστοτε κεντρικές, ίσες με το
100% τω χρημάτων που δανείζουν (αντί μόλις 2% σήμερα).
Η ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Μετά τη μεγάλη ύφεση του 1929, πολλοί Αμερικανοί οικονομολόγοι τότε ήταν επίσης της άποψης ότι, οι εμπορικές τράπεζες θα έπρεπε να υποχρεωθούν να καλύπτουν όλα τα δάνεια που ενέκριναν, διατηρώντας 100% εγγυήσεις στις εκάστοτε κεντρικές.
«Η βασική ιδέα είναι να ανεξαρτητοποιηθούν τα χρήματα από τις πιστώσεις», τεκμηρίωσε τότε τη θέση του ο οικονομολόγος I. Fisher ολοκληρώνοντας με το εξής: «Οφείλουμε να διαχωρίσουμε τη διαδικασία της δημιουργίας και της καταστροφής των χρημάτων, από τις τραπεζικές λειτουργίες».
Η πρόταση του κ. I. Fisher, γνωστή ως το «πλάνο του Σικάγου», εξετάσθηκε τότε πολύ σοβαρά από τον Αμερικανό πρόεδρο (F. Roosevelt), ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να την εφαρμόσει στην πράξη – επειδή αντιστάθηκε με επιτυχία ο πανίσχυρος χρηματοπιστωτικός κλάδος, ο οποίος κερδίζει τεράστια ποσά, από το «βασιλικό» αυτό του προνόμιο.
Δύο οικονομολόγοι του ΔΝΤ τώρα ασχολήθηκαν με την ερώτηση, σχετικά με τα επακόλουθα της εφαρμογής αυτής της ιδέας στη σημερινή εποχή,
προσπαθώντας να απαντήσουν με τη βοήθεια των μεθόδων της σύγχρονης
μακροοικονομίας – δημιουργώντας ένα μοντέλο, το οποίο εμπλούτισαν με
στοιχεία της αμερικανικής οικονομίας.
Τα
αποτελέσματα των ερευνών τους ήταν εντυπωσιακά – αφού διαπιστώθηκε ότι,
οι μελέτες των οικονομολόγων από το 1930 είναι εξ ολοκλήρου σωστές.
«Η εφαρμογή του πλάνου του Σικάγου σήμερα, θα μείωνε σημαντικά τις μανιοκαταθλιπτικές εξάρσεις των αγορών, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με τους ρυθμούς ανάπτυξης-ύφεσης. Θα μπορούσε επί πλέον να εμποδίσει εντελώς τις τραπεζικές επιθέσεις (bank runs), καθώς επίσης να οδηγήσει στον περιορισμό των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών.
Εκτός αυτού, θα είχε σαν αποτέλεσμα την σημαντική καλυτέρευση του βιοτικού μας επιπέδου – ενώ θα προκαλούσε ανάπτυξη, η οποία θα πλησίαζε ακόμη και το 10% του ΑΕΠ», ήταν σε γενικές γραμμές τα συμπεράσματα των δύο οικονομολόγων.
Ολοκληρώνοντας,
από τη στιγμή εκείνη που τα κράτη παρέδωσαν το κυριαρχικό τους
προνόμιο, σχετικά με τη δημιουργία χρημάτων, στις εμπορικές τράπεζες,
καθώς επίσης τα κέρδη τους από αυτό (υπολογίζονται μεταξύ 5% και 10% επί
των δημοσίων εσόδων), οι τράπεζες κατάφεραν να αναδειχθούν στον κυρίαρχο του παιχνιδιού
– με αποτέλεσμα τα κράτη, οι πολίτες τους δηλαδή, να πληρώνουν ετήσια
υπέρογκους τόκους (στην Ελλάδα σήμερα το κόστος δανεισμού του δημοσίου,
οι τόκοι δηλαδή, ξεπερνούν το 25% των εσόδων από τη φορολογία).
Ολοκληρώνοντας, σε σχέση με τη δημιουργία του χρήματος, είναι ίσως σκόπιμο να παραθέσουμε ξανά το παρακάτω κείμενο:
Η ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Αναλυτικότερα, με τη διαδικασία της «δημιουργίας» χρήματος «κατασκευάζεται» ουσιαστικά το «λογιστικό χρήμα»,
το οποίο στη συνέχεια «διοχετεύεται» στο κυκλοφοριακό σύστημα της
Οικονομίας. Το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει βέβαια με την εκτύπωση
χρημάτων, αλλά με την λήψη δανείων εκ μέρους του δημοσίου, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών, από τις εμπορικές τράπεζες
– επίσης, με τη δανειοδότηση των ιδιωτικών τραπεζών από τις εκάστοτε
κεντρικές τους, ή από την αντίστοιχη μεταξύ τους, στη διατραπεζική
αγορά.
Για
παράδειγμα, όταν μία εταιρεία (ιδιώτης, δημόσιο) δανείζεται από μία
εμπορική τράπεζα, «δημιουργούνται» αυτόματα νέα χρήματα – όπως και όταν η ιδιωτική τράπεζα δανείζει κάποια άλλη ή δανείζεται από την κεντρική.
Εκτός αυτού, δημιουργούνται επίσης νέα χρήματα από τις ιδιωτικές
τράπεζες, όταν αγοράζουν στοιχεία του Ενεργητικού τους (αξιόγραφα,
ακίνητα κλπ.), ανοίγοντας πιστωτικό λογαριασμό (όψεως) στον πωλητή, με
τον οποίο συναλλάσσονται.
Έτσι λοιπόν, η «δημιουργία» του νέου χρήματος είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία πιστώσεων,
ενώ η εξόφληση των πάσης φύσεως δανείων, ή η πώληση των στοιχείων του
ενεργητικού από τις τράπεζες «καταστρέφει», περιορίζει δηλαδή, την
υφιστάμενη ποσότητα χρημάτων.
Τα
«άϋλα» χρήματα δε που «παρασκευάζονται» ή «καταστρέφονται» με αυτόν τον
τρόπο, ονομάζονται, σε αντίθεση με αυτά που προέρχονται από τα ευγενή
μέταλλα, «Fiat Money» - από το λατινικό «fiat», το οποίο μεταφράζεται ως «δημιουργία» (στην προκειμένη περίπτωση, χρήματα που δημιουργούνται από το τίποτα).
Είναι ίσως σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ ότι, τα χρήματα που δημιουργούνται με αυτή τη «μαγική» διαδικασία, αντιπροσωπεύουν πραγματικές αξίες (ΑΕΠ), εφόσον δανείζονται έναντι υλικών αξιών (ακίνητα, αξιόγραφα, μετοχές κλπ.), οι οποίες «δεσμεύονται» από τις τράπεζες σαν εγγυήσεις.
Όταν όμως οι υλικές αυτές αξίες είναι υπερτιμημένες, όπως στο παράδειγμα των Subprimes (Η.Π.Α., Ισπανία, Ιρλανδία κλπ.), όταν δηλαδή υπάρχουν «στρεβλώσεις» στις αγορές, τότε τα χρήματα που δημιουργούνται με το συγκεκριμένο αντίκρισμα είναι εντελώς αδικαιολόγητα – με αποτέλεσμα να «εκβάλλουν» στις γνωστές μας χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπου «καταστρέφονται» (διαγράφονται, καίγονται) στην πραγματικότητα οι υπερβάλλουσες ποσότητες.
Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης ότι, οι εμπορικές τράπεζες επιτρέπεται να δανείζουν
στους καταναλωτές (επιχειρήσεις και ιδιώτες), ένα συγκεκριμένο
πολλαπλάσιο ποσόν των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους (καταθέσεων), στην
εκάστοτε κεντρική τράπεζα.
Στην Ευρώπη (ΕΚΤ) είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν ένα ελάχιστο απόθεμα καταθέσεων (ρεζέρβα) ύψους 2% - γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν να δανείζουν το 50πλάσιο των καταθέσεων που διατηρούν στην κεντρική τράπεζα, με τη μορφή λογιστικών χρημάτων (θα αλλάξει στο 33πλάσιο, με βάση τη συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ, αλλά από το 2018 – τόσος ήταν ο «πολλαπλασιαστής» κεφαλαίων στη Lehman Brothers, όταν χρεοκόπησε).
Σε
ορισμένες χώρες (Καναδάς, Σουηδία, Μ. Βρετανία) δεν είναι υποχρεωμένες
οι ιδιωτικές τράπεζες να διαθέτουν ελάχιστα αποθέματα στις κεντρικές.
Φυσικά τηρούνται παράλληλα ορισμένοι άλλοι κανόνες, όπως το ύψος των
καταθέσεων σε σχέση με την εκχώρηση δανείων, έτσι ώστε να υπάρχει κίνητρο για τις τράπεζες, η «διαχείριση» των αποταμιεύσεων και ιάφοροι άλλοι, στους οποίους θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο μέλλον. Ειδικά όσον αφορά τα μετρητά χρήματα, η δημιουργία τους είναι αποκλειστικό «προνόμιο» της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας – αν και αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος (περί το 3%), της συνολικής ποσότητας χρήματος, ενώ βαίνουν συνεχώς μειούμενα.
Η αιτία της μείωσης των μετρητών χρημάτων, ανεξάρτητα με τα όσα συνήθως λέγονται, είναι η περιορισμένη ωφέλεια (κερδοφορία) των τραπεζών, αφού δεν μπορούν να 50πλασιαστούν ανάλογα - παράλληλα με το ότι απαιτούνται ίσου ύψους καταθέσεις των εμπορικών, στις κεντρικές τράπεζες.
Αυτός
είναι ουσιαστικά ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι συναλλαγές με μετρητά
χρήματα περιορίζονται συνεχώς, ακόμη και νομοθετικά, αντικαθιστάμενες
με το «πλαστικό χρήμα», με τη χρήση επιταγών ακόμη και για μικρά ποσά
κλπ. Οι τράπεζες αντιπαθούν
λοιπόν τις συναλλαγές με μετρητά, επειδή διαθέτουν συνήθως πολύ
περιορισμένα αποθέματα πραγματικών χρημάτων – για κανέναν άλλο λόγο.
Συνεχίζοντας, από τα παραπάνω τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η «τοκογλυφική» λειτουργία των τραπεζών,
η οποία δεν είναι «σχήμα λόγου», αλλά απτή πραγματικότητα. Για
παράδειγμα, όταν μία τράπεζα διαθέτει καταθέσεις ενός εκατομμυρίου στην
κεντρική μπορεί, σύμφωνα με όσα έχουμε αναφέρει, να δανείζει 50
εκατομμύρια – δηλαδή, 49.000.000 περισσότερα από αυτά που διαθέτει. Εάν
χρεώνει λοιπόν επιτόκιο 5%, κερδίζει ετήσια 2.500.000, διαθέτοντας
καταθέσεις ύψους 1.000.000. Επομένως, κερδίζει 250% ετησίως στο ποσόν που πραγματικά «επενδύει» - ένα εξόφθαλμα τοκογλυφικό επιτόκιο, άνω του 20% μηνιαία (οι τοκογλύφοι κερδίζουν πολύ λιγότερα).
Εάν
συμπληρώσουμε δε ότι οι τράπεζες, με διάφορα τεχνάσματα,
πολλαπλασιάζουν ακόμη περισσότερο τον «αέρα» που δανείζουν (για
παράδειγμα, όταν ασφαλίζουν τα δάνεια τους, θεωρούνται σαν να μην
υπάρχουν – έτσι λειτούργησαν οι τράπεζες με τα γνωστά μας πια CDS, τα Credit Default Swaps), τότε τα επιτόκια που απολαμβάνουν στο αρχικό τους εγγυητικό κεφάλαιο του 1.000.000, ξεπερνούν κατά πολύ το 500% ετησίως.
Ο κίνδυνος τώρα των μαζικών αναλήψεων των καταθετών από τις τράπεζες (επιδρομή στις τράπεζες - Bank run) οφείλεται στο ότι, οι τράπεζες διαθέτουν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των καταθέσεων σε μετρητά, της τάξης του 3%. Εάν λοιπόν ένας μεγαλύτερος αριθμός καταθετών θελήσει να αποσύρει τα χρήματα του, οι τράπεζες αδυνατούν να τα διαθέσουν.
Έτσι
συνέβη σε γενικές γραμμές στην κρίση του 1930 - κάτι που τελικά
επιλύθηκε αργότερα, ως ένα βαθμό, με τη βοήθεια της ίδρυσης των
κεντρικών τραπεζών, οι οποίες καλύπτουν (εν μέρει φυσικά), τέτοιου
είδους ενδεχόμενα (Bank run).
Αυτό που επίσης συνέβη στην ίδια κρίση (1930), ήταν η μανία «αποχρέωσης» των νοικοκυριών (επιστροφή παλαιών δανείων, κανένας νέος δανεισμός) – γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα, αφενός μεν την «καταστροφή» μεγάλων ποσοτήτων χρήματος, αφετέρου το μηδενισμό της δημιουργίας νέων (μία από τις σημαντικότερες «παρενέργειες» του φαινομένου του «στασιμοπληθωρισμού», από τον οποίο κινδυνεύει τα μέγιστα σήμερα η χώρα μας, λόγω της ΔΝΤ-πολιτικής, στην οποία «σέρνεται» κυριολεκτικά η κυβέρνηση μας).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σε αρκετές χώρες δημιουργούνται ήδη κινήματα πολιτών, με στόχο την κατά 100% κάλυψη των δανείων από τις εμπορικές τράπεζες – επίσης, με την επαναφορά της νομισματικής κυριαρχίας, του αποκλειστικού προνομίου καλύτερα της έκδοσης χρημάτων, στα κράτη.
Κατά την άποψη μας και με δεδομένο το ότι, οφείλει να αντιμετωπισθεί άμεσα η δικτατορία των τραπεζών, πριν οδηγηθούμε στην ολοκληρωτική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος, ανάλογα κινήματα οφείλουν να υπάρξουν και στην Ελλάδα – παρά το ότι τα προβλήματα της χώρας μας, η οποία ευρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα για τέταρτο συνεχές έτος, οφείλονται κυρίως στη «χρήση» της ως πειραματόζωο, εκ μέρους της Γερμανίας και των Η.Π.Α.
Αθήνα, 28. Οκτωβρίου 2012
Ο
κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος
της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του
Αμβούργου.