«Οι περήφανοι δάσκαλοι εστάθηκαν πάντα η εξαίρεση.
Μιλάμε για τους δυνατούς και τους πόριμους. Τους ικτίνους και τα γεράκια, τους καλουργούς και καλλιτέχνες και καλλικράτες δασκάλους, που κάτω από την ταπεινή καροσερί της Φάου – Βε κρύβουνε προσεχτικά τη μηχανή της Πόρσε. [...]
Εκείνοι που μας ρωτούν για την κακή και ψυχρή μέρα του δάσκαλου, είναι οι ίδιοι που ρωτούν και τα άλλα άβολα ερωτήματα:
Γιατί λογουχάρη, τον κόσμο κυβερνάει σήμερα αυτό το παγκόσμιο λόμπυ αλητών; Γιατί σε διαστήματα τακτά οι φτωχοί και οι ανίδεοι άνθρωποι πρέπει να γίνουνται κρέας για τα κανόνια;
Γιατί υπάρχουν από δω οι Σαρδανάπαλοι και οι άλλοι ασελγομανείς, και από κει οι σκυλόσιτοι που παραμονεύουν το κόκαλο από την πλούσια τράπεζα του έγκριτου ληστή και του έγκριτου κλέφτη;
Γιατί τα πυρηνικά οπλοστάσια;
Γιατί οι σφηκοφωλιές πόλεις, οι οχετοί λιμένες, και οι θάλασσες χαβούζες;
Γιατί νυστάζουν τα πουλιά; Και γιατί τα λουλούδια πάψανε να μοσχοβολάνε στη γυάλα; Γιατί πέθανε ο θεός; που είπε ο μεγάλος ερημίτης.
Ερωτάμε για τα παράλογα, γιατί ξεχάσαμε του παραλογισμού τους το λόγο.
Ότι φροντίσαμε, δηλαδή, να κατεβάσουμε το δάσκαλο από το φυσικό του πρωτάτο στα στερνά και στα έσχατα της υπόληψης και της ζωής.
Δεν ταξινομείται η παιδεία.
Και όσο τη λογαριάζουμε σαν επένδυση ανάμεσα στις άλλες, έστω και την πιο σημαντική, τόσο θα συνεχίζουμε να τελούμε σε σύγχυση φρένων.
Έτσι, ώστε να μπερδεύουμε το ψάρι με τον ψαρά που το ψάρεψε.
Αυτός είναι λοιπόν ο ρεκάζοντας δάσκαλος, ο τσαλαπατημένος από την κοινωνική του μειονεξία.
Και από το καπέλωμα των συρμών της εποχής μας, που ορμούν και χύνουνται στην παιδεία όπως ο άνεμος στα σκισμένα πανιά.
Και από τις ντιρεκτίβες των κέντρων απόφασης, που μετατρέπουν τα σχολειά σε εργοστάσια μαζικής παραγωγής ανθρωπαρίων.
Όμως αυτός ο αναξιοπρόσεχτος δάσκαλος μέσα στην τάξη του είναι, και κάθε στιγμή ημπορεί να γίνεται, ο Ναπολέων – Ρασκόλνικοφ.
Θυμίζω ότι με το Ρασκόλνικοφ, τον ήρωα στο Έγκλημα και Τιμωρία, ο Ντοστογιέβσκι αποπειράθηκε να σχεδιάσει ένα θεωρητικό Βοναπάρτη.
Σα μονάδα ατομική, μέσα στην τάξη που είναι ο διαπιστεμένος του χώρος, τίποτα δεν εμποδίζει το φωτισμένο δάσκαλο να σκορπίζει στους μαθητές του το φως.
Και θα φωτίζει με φως φυσικό, για να ιδρύει φυσικούς ανθρώπους όταν με τη διδασκαλία του χτίζει το αληθινό μέσα στο παιδί, και γκρεμίζει το ψεύτικο.
Αυτές είναι οι δύο εντολές που πάνω τους κρέμουνται οι νόμοι και οι προφητείες της παιδείας.
Να χτίζεις στο μάρμαρο της γνώσης, και να γκρεμίζεις την αχεροπλιθιά της πρόληψης.
Σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή, και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.
Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε το νέο στη ζωή.
Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του την ψευτιά.»
(Δημήτρης Λιαντίνης, «Τα Ελληνικά», σελ. 16 – 18)
Μιλάμε για τους δυνατούς και τους πόριμους. Τους ικτίνους και τα γεράκια, τους καλουργούς και καλλιτέχνες και καλλικράτες δασκάλους, που κάτω από την ταπεινή καροσερί της Φάου – Βε κρύβουνε προσεχτικά τη μηχανή της Πόρσε. [...]
Εκείνοι που μας ρωτούν για την κακή και ψυχρή μέρα του δάσκαλου, είναι οι ίδιοι που ρωτούν και τα άλλα άβολα ερωτήματα:
Γιατί λογουχάρη, τον κόσμο κυβερνάει σήμερα αυτό το παγκόσμιο λόμπυ αλητών; Γιατί σε διαστήματα τακτά οι φτωχοί και οι ανίδεοι άνθρωποι πρέπει να γίνουνται κρέας για τα κανόνια;
Γιατί υπάρχουν από δω οι Σαρδανάπαλοι και οι άλλοι ασελγομανείς, και από κει οι σκυλόσιτοι που παραμονεύουν το κόκαλο από την πλούσια τράπεζα του έγκριτου ληστή και του έγκριτου κλέφτη;
Γιατί τα πυρηνικά οπλοστάσια;
Γιατί οι σφηκοφωλιές πόλεις, οι οχετοί λιμένες, και οι θάλασσες χαβούζες;
Γιατί νυστάζουν τα πουλιά; Και γιατί τα λουλούδια πάψανε να μοσχοβολάνε στη γυάλα; Γιατί πέθανε ο θεός; που είπε ο μεγάλος ερημίτης.
Ερωτάμε για τα παράλογα, γιατί ξεχάσαμε του παραλογισμού τους το λόγο.
Ότι φροντίσαμε, δηλαδή, να κατεβάσουμε το δάσκαλο από το φυσικό του πρωτάτο στα στερνά και στα έσχατα της υπόληψης και της ζωής.
Δεν ταξινομείται η παιδεία.
Και όσο τη λογαριάζουμε σαν επένδυση ανάμεσα στις άλλες, έστω και την πιο σημαντική, τόσο θα συνεχίζουμε να τελούμε σε σύγχυση φρένων.
Έτσι, ώστε να μπερδεύουμε το ψάρι με τον ψαρά που το ψάρεψε.
Αυτός είναι λοιπόν ο ρεκάζοντας δάσκαλος, ο τσαλαπατημένος από την κοινωνική του μειονεξία.
Και από το καπέλωμα των συρμών της εποχής μας, που ορμούν και χύνουνται στην παιδεία όπως ο άνεμος στα σκισμένα πανιά.
Και από τις ντιρεκτίβες των κέντρων απόφασης, που μετατρέπουν τα σχολειά σε εργοστάσια μαζικής παραγωγής ανθρωπαρίων.
Όμως αυτός ο αναξιοπρόσεχτος δάσκαλος μέσα στην τάξη του είναι, και κάθε στιγμή ημπορεί να γίνεται, ο Ναπολέων – Ρασκόλνικοφ.
Θυμίζω ότι με το Ρασκόλνικοφ, τον ήρωα στο Έγκλημα και Τιμωρία, ο Ντοστογιέβσκι αποπειράθηκε να σχεδιάσει ένα θεωρητικό Βοναπάρτη.
Σα μονάδα ατομική, μέσα στην τάξη που είναι ο διαπιστεμένος του χώρος, τίποτα δεν εμποδίζει το φωτισμένο δάσκαλο να σκορπίζει στους μαθητές του το φως.
Και θα φωτίζει με φως φυσικό, για να ιδρύει φυσικούς ανθρώπους όταν με τη διδασκαλία του χτίζει το αληθινό μέσα στο παιδί, και γκρεμίζει το ψεύτικο.
Αυτές είναι οι δύο εντολές που πάνω τους κρέμουνται οι νόμοι και οι προφητείες της παιδείας.
Να χτίζεις στο μάρμαρο της γνώσης, και να γκρεμίζεις την αχεροπλιθιά της πρόληψης.
Σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή, και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.
Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε το νέο στη ζωή.
Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του την ψευτιά.»
(Δημήτρης Λιαντίνης, «Τα Ελληνικά», σελ. 16 – 18)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου