Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Γερμανική «βόμβα»: Φύγετε από το ευρώ με καθολική διαγραφή χρέους


«Διαπιστώνω ότι Γερμανοί επιχειρηματίες ενδιαφέρονται για επενδύσεις στην Ελλάδα, αναζητούν επενδυτικές ευκαιρίες. Η ήρεμη πολιτική κατάσταση συμβάλλει φυσικά σε αυτό. Όσο η Ελλάδα δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας του γερμανικού Τύπου τόσο καλύτερα, αυτό έχει θετικό αντίκτυπο στις οικονομικές σχέσεις», επισήμανε στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Αυστριακός καθηγητής Γκάμπριελ Φέλμπερμάιερ, διευθυντής του τμήματος εξωτερικής οικονομίας του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας Λάιπνιτς (Ifο) του Μονάχου.
«Η αίσθηση ότι μπορεί να συνεργαστεί κανείς με την παρούσα αριστερή κυβέρνηση θεωρείται από πολλούς πλέον ως δεδομένη. Το γεγονός ότι η πολιτική κατάσταση είναι ήρεμη, έχει βέβαια την αξία του, βοηθά, αλλά δεν είναι αρκετό από μόνο του», προσέθεσε.
Στο ερώτημα τι θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να προσελκύσει επενδύσεις απάντησε ότι «οι δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι τους τελευταίους μήνες υπάρχει μια ανοδική τάση», όμως «το κύριο πρόβλημα για να ευημερήσει η Ελλάδα είναι να αυξήσει την παραγωγικότητα της. Γι αυτό πρέπει να ληφθούν μια σειρά από μέτρα, όπως είναι η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων».
Ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Μονάχου, πρόσθεσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και το -ιδιαίτερως επικριτικό προς την Ελλάδα- Ινστιτούτο Ιfo, θεωρούν ότι «η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα της λανθασμένης απόφαση του 2010» και θέτουν «το μεγάλο ερώτημα» εάν ήταν ορθό «να επιλεγεί η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ ή θα ήταν καλύτερα να είχε αποχωρήσει». Η απάντησή τους είναι πως «θα ήταν ίσως καλύτερα για όλους, για τους δανειστές, ακόμα και για τις γερμανικές τράπεζες και την Ελλάδα φυσικά, ότι πρέπει να αποχωρήσει από το ευρώ, σε συνδυασμό με μια ολοκληρωτική διαγραφή του χρέους όπως στην Αργεντινή».
Ο Αυστριακός οικονομολόγος πιστεύει, ότι «αυτό το οποίο χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα πραγματικό βιώσιμο μοντέλο ώστε μετά να πείτε στην Ευρώπη: ιδού το σχέδιο για τη νέα Ελλάδα και να ζητήσετε την υποστήριξή της». Πρέπει «να πείτε πάμε πίσω στο εθνικό νόμισμα προσωρινά, διαγράψτε το χρέος μας άνευ όρων και θα εφαρμόσουμε ένα βιώσιμο πρόγραμμα ανάπτυξης. Στην Ιρλανδία όπου δεν υπήρχαν οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις αυτό έγινε επί τη βάσει ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης».
Κατά την άποψη του Γκάμπριελ Φέλμπερμάιερ, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν καταστροφικό, διότι αμέσως μετά ένα πρόγραμμα βοήθειας θα εξασφάλιζε «ότι δεν θα επικρατήσει το χάος στη χώρα, ώστε να μην οδηγηθούμε σε μαζική ανεργία ή έλλειψη φαρμάκων. Τότε θα δινόταν η ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα νέο όραμα για την επάνοδο της χώρας στην ευρωζώνη».
Είπε επίσης στη συνέντευξή του ότι η αυστηρή πολιτική λιτότητας η οποία εφαρμόζεται στην Ελλάδα δεν είναι ασύμβατη με την ανάπτυξη. «Ο Γερμανός υφυπουργός Χανς-Γιόακιμ Φούχτελ απαρίθμησε (στο συνέδριο του Εληνογερμανικού Επιμελητηρίου) μεν μια σειρά από πολύ καλά συγκεκριμένα σχέδια και αυτό είναι θετικό. Το ερώτημα όμως το οποίο τίθεται είναι αν μπορούν να αποτελέσουν τη σπίθα που θα ανάψει τη φωτιά της ανάκαμψης», συμπλήρωσε.
Κατά τον Αυστριακό καθηγητή Οικονομίας όσοι επιμένουν να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη το κάνουν διότι «το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ιταλία, η Ισπανία ίσως κι η Γαλλία». «Η κατάσταση εκεί δεν είναι ακριβώς ίδια αλλά είναι κατά βάση όμοια. Ούτε γι΄ αυτούς δεν είναι το σωστό νόμισμα το ευρώ, αλλά ούτε και για τη Γερμανία είναι...», προσθέτει. Ωστόσο δεν τάσσεται υπέρ της κατάργησης του ευρώ, αλλά όπως λέει «θέλουμε να καταστήσουμε την νομισματική ένωση μια ελεύθερη ένωση στην οποία να μπορεί μια χώρα μέλος, σε ορισμένες μόνο ειδικές περιπτώσεις, δεν θα είναι δηλαδή ο κανόνας, να αποχωρεί από το ευρώ, να επαναφέρει το εθνικό της νόμισμα με νέα ισοτιμία και μετά να ξαναμπεί. Απαιτείται όμως γι αυτό μια συντεταγμένη αποχώρησηκαι βεβαίως η επιτήρηση της διαδικασίας, ώστε η χώρα να επανέλθει στην ευρωζώνη μόνον όταν έχουν εφαρμοστεί οι απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Τονίζει μάλιστα, ότι «αυτό θα ήταν ακόμα και σήμερα καλύτερο να γίνει για την Ελλάδα» και ότι η αυστηρή λιτότητα δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση εξόδου κάποιας χώρας από το ευρώ, «διότι αν αποχωρήσει κανείς από την ευρωζώνη μπορεί να μην εφαρμόσει την πολιτική αυτή, αφούη ανάκαμψη της οικονομίας χάρη στις χαμηλές ισοτιμίες του νομίσματος θα έλθει από μόνη της».
Το πρόβλημα της χώρας μας είναι κατά την άποψή του η ανταγωνιστικότητα και «εάν υπάρξει μια νέα δραχμή, αν δηλαδή μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της, οι επενδύσεις θα αυξηθούν αμέσως». Εάν μάλιστα «γίνει ταυτόχρονα με την αποχώρηση από το ευρώ και την συνεπακόλουθη υποτίμηση της νέας δραχμής και το κούρεμα του χρέους θα υπάρξει αμέσως μια μεγάλη εισροή ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα».

Επίσης, ο διευθυντής του τμήματος εξωτερικής οικονομίας του Ινστιτούτου Ifο του Μονάχου, επισημαίνει ότι «για βασικά προϊόντα, χωρίς τα οποία η χώρα δεν μπορεί να λειτουργήσει, όπως είναι το πετρέλαιο και τα φάρμακα θα υπάρξει πρόβλημα, γι΄ αυτό θα χρειασθεί την βοήθεια των Ευρωπαίων φίλων της», οι οποίοι και θα την έδιναν, αφού «θα ήταν μια συμφωνία η οποία βασίζεται στην αμοιβαιότητα».
Το πρόβλημα της χώρας μας είναι κατά την άποψή του η ανταγωνιστικότητα και «εάν υπάρξει μια νέα δραχμή, αν δηλαδή μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της, οι επενδύσεις θα αυξηθούν αμέσως». Εάν μάλιστα «γίνει ταυτόχρονα με την αποχώρηση από το ευρώ και την συνεπακόλουθη υποτίμηση της νέας δραχμής και το κούρεμα του χρέους θα υπάρξει αμέσως μια μεγάλη εισροή ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα».
Παραδέχεται μεν ότι κατάσταση θα είναι αρχικά δραματική, «αλλά θα γίνουν όλα γρήγορα» και «σε δυο χρόνια θα έχει λειτουργήσει». Κατά την μεταβατική δε φάση θα πρέπει να υπάρξει ένα πρόγραμμα, οπότε «θα είναι αναγκαίο να χορηγηθούν δάνεια» να βρεθούν «κάποιες λύσεις, όπως είναι η βοήθεια εκτάκτου ανάγκης, ώστε να αντιμετωπισθούν οι όποιες ελλείψεις».
Για το ενδεχόμενο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέουςο Γκάμπριελ Φέλμπερμάιερ εκτιμά ότι «μέχρι τις γερμανικές εκλογές δεν θα συμβεί τίποτα. Μετά τις γερμανικές εκλογές μπορώ να το φανταστώ». Εκτιμά ότι «στο τέλος το ΔΝΤ θα παραμείνει» στο πρόγραμμα για την Ελλάδα, αφού προηγηθεί η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, προσθέτει όμως, ότι το θεωρεί και αυτό προβληματικό: «Πιστεύω ότι είναι καλύτερα να γίνει κούρεμα χρέους, όπως έγινε στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες, με μια ανοικτή δήλωση πτώχευσης» αν και το «κούρεμα του ελληνικού χρέους σημαίνει ότι θα έχουν ζημιές τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Μπούντεσμπανκ (Bundesbank) όσο και οι ιδιωτικές τράπεζες, και φυσικά δεν τους αρέσει. Έτσι όμως αποφεύγεται στο μέλλον και στο μεσοδιάστημα η αναζωπύρωση της κρίσης στην Ελλάδα».
Ο Αυστριακός οικονομολόγους του βαυαρικού Iνστιτούτου Ifo απαντά αρνητικά στο ερώτημα εάν στις αναλύσεις τους παίζει κάποιο ρόλο η γεωπολιτική θέση μιας χώρας, όπως η Ελλάδα. Κατά την άποψή του όμως «η Ευρώπη πρέπει επειγόντως να αρχίσει να σκέφτεται γεωστρατηγικά, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο, αλλά διεθνώς. Είναι λάθος να μην σκέφτεται γεωστρατηγικά, αλλά έτσι είναι», όπως είπε.
Συμμερίζεται και ο ίδιος τις απόψεις του πρώην και του νυν προέδρου του Ιfo, των Βέρνερ Ζιν και Κλέμενς Φιστ, περί ανάγκης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, επειδή «μια νομισματική ένωση πρέπει να βασίζεται στο αμοιβαίο όφελος για όλους». Εάν δεν συμβαίνει αυτό τότε η κατάσταση θα λιμνάζει», όπως εξηγεί.
Ο κ. Φέλμπερμάιερ λέει επίσης ότι«φυσικά και θα υπάρξει χάος»στην περίπτωση αποχώρησης και άλλων χωρών από το ευρώ, την οποία όμως δεν την χαρακτηρίζει «έξοδο από το ευρώ, αλλά φάση προσαρμογής». Γι΄ αυτό «θα έπρεπε καταρχάς να γίνει μια δημόσια συζήτηση για το ότι η νομισματική ένωση πρέπει να αναπνεύσει, να γίνει κατανοητό το γιατί δεν έχει νόημα να είναι κανείς μέλος της νομισματικής ένωσης», λέει συμπληρώνει όμως ότι «χρειαζόμαστε μηχανισμούς και προγράμματα ώστε να μην προκύψει ακριβώς το χάος.Η Ευρωζώνη θα πρέπει να μεταρρυθμιστείπρος αυτήν την κατεύθυνση. Χωρίς αυτήν η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία θα βρίσκονται σε μόνιμη στασιμότητα».
Στο ερώτημα αν μπορεί να πείσει κανείς να γίνουν αποδεκτά σκληρά μέτρα κουνώντας το δάχτυλο σε ολόκληρους λαούς και μάλιστα από όσους δεν έχουν καμιά δημοκρατική νομιμοποίηση, ο Γκάμπριελ Φέλμπερμάιερ απαντά: «Το ερώτημα είναι αν το σημερινό status quo είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την αρχή της δημιουργίας μιας ένωσης μεταφοράς χρεών άλλων. Σήμερα έχουμε ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, χωρίς να νομιμοποιείται, διαθέτει λ.χ. χρήματα για να σωθούν οι ελληνικές τράπεζες».
Ο διευθυντής του τμήματος εξωτερικής οικονομίας του Ινστιτούτου Ifο καταλήγει πως «πρέπει να δεχτούμε ότι αυτό το status quo δεν εξυπηρετεί ούτε την Ελλάδα, ούτε την Γερμανία, αλλά και γενικά ότι χρειαζόμαστε μια λύση η οποία να επιτρέπει μια νέα αρχή. Γι΄ αυτό και πρέπει να γίνει ένα κούρεμα του ελληνικού χρέους συνοδευόμενο από την έξοδο από το ευρώ και βέβαια από μηχανισμούς και προγράμματα στήριξης της εξόδου από την κρίση, διότι ασφαλώς το χρέος δεν θα μπορεί να αποπληρωθεί ούτε με την υποτιμημένη δραχμή. Πρέπει να λάβει χώρα ένα δούναι και λαβείν».
ΠΗΓΗ: http://newsnea.com

Γιατί είπε το «ΟΧΙ» ο Μεταξάς;


Ένας από τους κυρίαρχους μύθους που καλλιεργείται είτε από άγνοια είτε εν πλήρει συνειδήσει, είναι ότι ο Μεταξάς είπε το ‘ΟΧΙ» στη φασιστική Ιταλία γιατί ήταν «πατριώτης» και «μεγάλος ηγέτης», που έβαζε τα συμφέροντα του λαού του πάνω από την ιδεολογία του και τους φίλους του. Το δε παράδειγμά του προτείνεται ως πρότυπο ηγετικής συμπεριφοράς….
Είναι όμως έτσι;
Άλλαξε τόσο πολύ ο Μεταξάς από το 1915, το 1922, το 1936 και το 1938;
το 1915 είχε καταθέσει ένα Υπόμνημα προς τον φίλο του, μονάρχη της Ελλάδας Κωσταντίνο, με το οποίο εν μέσω Α΄Παγκοσμίου Πολέμου -και ως άνθρωπος των Γερμανών στην Ελλάδα- πρότεινε την φιλογερμανική ουδετερότητα με το επιχείρημα ότι η τελική νίκη θα ήταν των  Κεντρικών Δυνάμεων, δηλαδή των Γερμανών και των συμμάχων τους (Νεότουρκοι, Αυστριακοί, Βούλγαροι κ.λπ.) Στο ίδιο Υπόμνημα -με το οποίο ξεκινά ουσιαστικά ο μοιραίος Διχασμός- ανάφερε ότι οποιαδήποτε ελληνική παρέμβαση ή και σκέψη για ενσωμάτωση της Μικράς Ασίας θα συνιστούσε «αποικιοκρατική πράξη« και η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε«αποικιοκρατική χώρα». Την ίδια άποψη θα ενστερνιστεί για δικούς του λόγους το ΣΕΚΕ-ΚΚΕ το 1919 και θα επαναλαμβάνεται έως σήμερα ως μέγα επιχείρημα από διάφορους σταλινικ0ύς και όχι μόνο, θαυμαστές  του νεοτουρκικού εθνικισμού και της κεμαλικής μιλιταριστικής Τουρκίας.   
το 1922, την  Άνοιξη,  δεν είχε δεχτεί την αρχιστρατηγεία του Μικρασιατικού Μετώπου μετά την αποπομπή του Παπούλα. Η ανάληψη της αρχιστρατηγείας από τον Μεταξά θα εξασφάλιζε την ύψιστη αμυντική δυνατότητα της ελληνικής πλευράς και θα απέτρεπε την τραγική κατάρευση που επέφερε η διοίκηση Χατζηανέστη. Η τελική Καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και η τρομακτική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που ακολούθησε από το νικητή Μουσταφά Κεμάλ, φέρει ΚΑΙ την σφραγίδα του Ιωάννη Μεταξά.
Η στάση του κρίθηκε ως αντεθνική από τους ιδεολογικούς του φίλους. Ο Γεώργιος Βλάχος, εκδότης της Καθημερινής είχε αμφισβητήσει πλήρως τον πατριωτισμό του Μεταξά, γράφοντας στην στήλη του (25-8-22): «Ενας ”κύριος” εισέρχεται εις την Σχολήν των Ευελπίδων, τρέφεται εκεί και εκπαιδεύεται δι’ εξόδων του Κράτους ……….» και καταλήγει ο Γεώργιος Βλάχος  «– Είμαι ο κ. Αντιστράτηγος. Θέλω να γίνω πρωθυπουργός… Έχω τα χαρτιά μου εντάξει : ”Τα έχω ειπή”  Αλλά η Ελλάς έχει εργασίαν μαζεύει τα τέκνα της. Αν δεν είχε θα έπαιρνε την σκούπαν και θα του έλεγε εκεί , εις την Οδόν:
– Φύγε απ’ εδώ, Άνθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα Ράκη. Φύγε από εδώ, ανυπότακτε στρατιώτατων αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμόνα της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτό θα έλεγε είς τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξαν, δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα .
το 1936, στις 4 Αυγούστου, κηρύσσει πραξικόπημα. Στην Ελλάδα επικρατεί για πρώτη φορά ο ολοκληρωτισμός και ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζεται ως «εχθρός» και τίθεται στο περιθώριο των εξελίξεων.
το 1938, με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ,  μετονόμαζε προς τιμήν του Τούρκου δικτάτορα την Οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ και με το ελληνικό δημόσιο χρήμα αγόραζε από τον ιδιώτη που το κατείχε το  σπίτι όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ και το  χάριζε στο τουρκικό κράτος.

Πέρα απ’ όλα αυτά, την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα γιατί είπε ΟΧΙ   την έδωσε ο ίδιος ο Μεταξάς στις 30 Οκτωβρίου, όταν μίλησε στους συντάκτες του αθηναϊκού Τύπου. Τι ήταν αυτό λοιπόν που έκανε τον Μεταξά να πει το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς φασίστες ομοίδεάτες του; Γιατί ο Μεταξάς ιδεολογικά ήταν ομόφρων του φασισμού και του ναζισμού. Και επιπλέον ο ίδιος στο Ημερολόγιότου  αυτοπροβάλλεται ως ο υπέρτατος κάτοχος της ναζιστικής αλήθειας: «η Ελλάς εγινε απο της 4ης Αυγουστου Κρατος αντικομμουνιστικό. Κρατος αντικοινοβουλευτικό. Κρατος ολοκληρωτικό……. Επομένως , αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνίζονταν πραγματικά για την ιδεολογία που υψώσανε για σημαία έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους την δύναμη…” (Προσωπικό Ημερολογιο του Ι. Μεταξα . Τομ Δ .σελ 553). 
Σύμφωνα με την άποψη του ιδίου το ΟΧΙ ήταν επιβεβλημένος μονόδρομος, εφόσον ο Χίτλερ του είχε δηλώσει σαφώς ότι ουδετερότητα της Ελλάδας, δηλαδή συμμαχία με τον Άξονα, θα σήμαινε ότι παραχωρείται η Ήπειρος έως και την Πρεβεζα στους Ιταλούς και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στους Βουλγάρους.  

Ανακοίνωσις του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον (ξενοδοχείον “Μεγάλη Βρεταννία”) εις τας 30 Οκτωβρίου 1940
Κύριοι,
Έχω λογοκρισίαν [1] και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι’ αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ’ οποιονδήποτε. Απολύτως και γιά οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη δια τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή θανάτου του Έθνους η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω τον λόγον σας…
Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει δια να τον αποφύγωμε.
Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι [2] ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι [3]. 
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου [4]. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, άν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των. 
Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν δια να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρίσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών [5]. 
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν” [6]. Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ “ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος”. 
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχεν δια την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν. 
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς [7]. 
Δηλαδή θα έπρεπε:
δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.

Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται δια την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω. Αλλά τότε ο Ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της κυβερνήσεως η οποία δια vα τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.
Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυψεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, άλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ’ ας ειχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή ή ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόv εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα, εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος δια τόν Άξονα να τας χρησιμοποιήση.
 
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, άλλά τρείς αυτήν την φοράν Ελλάδες………….
Εν κατακλείδι
Το ΟΧΙ, λοιπόν δεν ήταν αποτέλεσμα της «ηρωϊκής και πατριωτικής» στάσης του Μεταξά, όπως κάποιοι -είτε εκ του πονηρού είτε από αφέλεια- πιστεύουν, αλλά υποχρεωτικό αποτέλεσμα εκείνων των συνθηκών. Η αγιοποίηση του Μεταξά προήλθε από άγνοια, όπου ακόμα και οι πολιτικοί του αντίπαλοι του έβαλαν το φωτοστεφανο (που σήμερα περήφανα προπαγανδίζουν οι νεοναζί λάτρεις της 4ης Αυγούστου). 
Στην περίπτωση αυτή, η ρήση του Διονυσίου Σολωμού ότι «Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό » ισχύει στο έπακρον!!!
cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1
Διαβάστε το αφιέρωμα στη δικτατορία της  4ης Αυγούστου 1936 που έγινε στην »Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (4 Αυγούστου 2013)
και είχε τα εξής θέματα:
«Κάποια συμπεράσματα για τη δικτατορία» του Γιώργου Κόκκινου 
«Από το ξίφος του ευγενή και τον εθνικισμό, στη σημαία των φασιστικών ιδανικών«, του Βασίλη Μπογιατζή και 
«Μεταξάς: Ο δικτάτορας είναι γυμνός» (δικό μου)
Πατήστε ΚΛΙΚ επί των ηλ-διευθύνσεων για να εμφανιστούν οι σελίδες του αφιερώματος:
cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1
Επίσης δείτε:

28η Οκτωβρίου 1940. Το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο του “Όχι

Το αφιέρωμα σε PDF
cf83ceaccf81cf89cf83ceb70005-1
  • ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*
    ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ

    4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: Ο δικτάτορας είναι γυμνός

    «Φύγε απ’ εδώ, Ανθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φύγε από εδώ, ανυπότακτε στρατιώτα των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμόνα της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτό θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν, δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα».
    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, εφημ. «Καθημερινή», 25 Αυγούστου 1922Ο Ιωάννης Μεταξάς με το βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Β' κατά τη διάρκεια παρέλασης το 1939 (φωτ. Αρχείο «Ε»)Ο Ιωάννης Μεταξάς με το βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Β’ κατά τη διάρκεια παρέλασης το 1939 (φωτ. Αρχείο «Ε»)
  • Εβδομήντα επτά χρόνια πριν, για πρώτη φορά στην ιστορία της ως εθνικού κράτους η Ελλάδα θα βρεθεί υπό τη δικτατορική διακυβέρνηση ενός αμφιλεγόμενου προσώπου, του Ιωάννη Μεταξά – εξαιτίας μιας συνειδητής επιλογής της μοναρχίας. Η παραπάνω οργισμένη αναφορά του εκδότη της «Καθημερινής» Γεωργίου Βλάχου είναι αποκαλυπτική αυτού του σκοτεινού παρελθόντος του ανθρώπου που προσπάθησε να επιβάλει στην Ελλάδα ένα ολοκληρωτικό, φασιστικό καθεστώς. Παρ’ ότι ο Βλάχος υπήρξε ιδεολογικός σύντροφος του Ιωάννη Μεταξά στη φιλομοναρχική παράταξη, θα σχολιάσει με αυτόν τον έντονο τρόπο την ηττοπαθή και αρνητική στάση του Μεταξά στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
    Ως γνωστόν, ο Μεταξάς δεν είχε αποδεχτεί την πρόταση της φιλομοναρχικής κυβέρνησης να αναλάβει την αρχιστρατηγία του Μικρασιατικού Μετώπου μετά την αποπομπή του Αν. Παπούλα την άνοιξη του 1922.
    Η ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον Μεταξά θα εξασφάλιζε την ύψιστη αμυντική δυνατότητα της ελληνικής πλευράς και θα απέτρεπε την τραγική κατάρρευση που επέφερε η προβληματική και ελλειμματική διοίκηση Χατζανέστη. Με μια έννοια ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε συνένοχος στην τελική καταστροφή του Αυγούστου του ’22 και στην αναμενόμενη σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που ακολούθησε από το νικητή Μουσταφά Κεμάλ. Και ακριβώς η άρνηση του Μεταξά να πάρει μέρος στην πανεθνική προσπάθεια οδήγησε τον Γεώργιο Βλάχο να κρίνει τη στάση του ως αντεθνική.
    Ο υπεύθυνος του Διχασμού
    Αυτή ήταν η δεύτερη φορά στην πολιτική και στρατιωτική του θητεία που είχε καταφέρει να κερδίσει με τη στάση του το χαρακτηρισμό της «εθνικής προδοσίας». Η πρώτη φορά που χαρακτηρίστηκε ως «αρχιπροδότης» από τους πολιτικούς του αντιπάλους ήταν όταν έδωσε την εντολή, ως υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, να παραδοθεί αμαχητί το οχυρό Ρούπελ στους Βούλγαρους και στους Γερμανούς στις 26 Μαΐου 1916. Ηδη είχε ξεκινήσει ο Εθνικός Διχασμός, όταν ο ίδιος, ως ο άνθρωπος των Γερμανών στο Παλάτι και μυστικοσύμβουλος του μονάρχη Κωνσταντίνου, άλλαξε την απόφασή του για συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και τον οδήγησε στην απόφαση για πραξικοπηματική αποπομπή του Ελ. Βενιζέλου από τη θέση του πρωθυπουργού (Οκτώβριος 1915).
    Τα γερμανικά συμφέροντα
    Η στάση του Μεταξά υπαγορευόταν από τα συμφέροντα των Γερμανών και της γερμανικής κατασκοπίας που δρούσε στο ελληνικό έδαφος. Ετσι, από το 1915 είχε καταθέσει ένα υπόμνημα προς το φίλο του, μονάρχη της Ελλάδας Κωνσταντίνο, με το οποίο, εν μέσω Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πρότεινε τη φιλογερμανική ουδετερότητα με το επιχείρημα ότι η τελική νίκη θα ήταν των κεντρικών δυνάμεων, δηλαδή των Γερμανών και των συμμάχων τους (Νεότουρκοι, Αυστριακοί, Βούλγαροι κ.λπ.).
    Στο ίδιο υπόμνημα -με το οποίο ξεκινά ουσιαστικά ο μοιραίος Διχασμός- ανέφερε ότι οποιαδήποτε ελληνική παρέμβαση ή και σκέψη για ενσωμάτωση της Μικράς Ασίας θα συνιστούσε «αποικιοκρατική πράξη» και η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε «αποικιοκρατική χώρα».
    Ο ρόλος του Μεταξά μπορεί να χαρακτηριστεί μοιραίος για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και ειδικότερα για τον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, όπως και οι Αρμένιοι και οι Ασσυροχαλδαίοι, είχαν ήδη από το 1914 βρεθεί στο στόχαστρο ενός ακραίου ρατσιστικού τουρκικού εθνικισμού που είχε καταλάβει από το 1908 με πραξικόπημα την εξουσία.
    Φιλοκεμαλισμός
    Ως συμβολικό επιστέγασμα της συνενοχής του Ιωάννη Μεταξά στη Μικρασιατική Καταστροφή μπορεί να θεωρηθεί η ευγενική χειρονομία που έκανε με αφορμή το θάνατο του Τούρκου δικτάτορα το 1938. Με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ -που ήδη είχε πάρει το προσωνύμιο «Ατατούρκ», δηλαδή «γεννήτορας του τουρκικού έθνους»- μετονόμαζε προς τιμήν του την οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε οδό Κεμάλ Ατατούρκ. Παράλληλα, με το ελληνικό δημόσιο χρήμα αγόραζε από τον ιδιώτη που το κατείχε το σπίτι όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ και το χάριζε στο τουρκικό κράτος. Αυτό που σήμερα είναι το τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
    Τη μετονομασία αυτή αποδέχτηκαν και σεβάστηκαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, εμφυλιακές και μετεμφυλιακές. Η οδός Κεμάλ Ατατούρκ θα ξαναπάρει το παλιό της όνομα μετά τα Σεπτεμβριανά του ’55, δηλαδή μετά το πογκρόμ που οργανώθηκε κατά της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης από το τουρκικό Βαθύ Κράτος.
    * Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός,https://kars1918.wordpress.com/
ΠΗΓΗ: "Ενα blog του Βλάση Αγτζίδη

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

28η Οκτωβρίου 1940: Ένα “ΟΧΙ” που έγραψε ιστορία



28η Οκτωβρίου 1940: Ένα “ΟΧΙ” που έγραψε ιστορία

By  on 27/10/2014

ΙΣΤΟΡΙΑ
Περίπου στις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.

Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c’est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».

metaxas-ioannis Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Δύο ώρες μετά την παραπάνω επίδοση, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη ενεπλάκη στον πόλεμο.

Εορτασμός

Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατήγαγε εις βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.

Η Ελλάδα γιορτάζει με την 28η Οκτωβρίου την είσοδό της στον πόλεμο, ενώ οι περισσότερες άλλες χώρες γιορτάζουν την ημερομηνία λήξης του πολέμου.
Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα γίνεται στη Θεσσαλονίκη, η επίσημη εορτή με κάθε λαμπρότητα, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, με μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία.
1940-mana
Κατά στην επέτειο του «ΟΧΙ», τηλεόραση και ραδιόφωνο προβάλλουν επετειακές εκπομπές μνήμης και κάνουν ιδιαίτερη μνεία στην «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο, η οποία με τα πατριωτικά της τραγούδια εμψύχωνε τους στρατιώτες και μετέδιδε τον ενθουσιασμό της προέλασης των ελληνικών δυνάμεων στη Βόρεια Ήπειρο. Σχετικό επίσης επετειακό υλικό παρουσιάζει και όλος ο ελληνικός έντυπος τύπος (εφημερίδες και περιοδικά).
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής. Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασµός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Γίνονταν ομιλίες από τους φοιτητές, ενώ μίλησε για την επέτειο την παραμονή και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την ηµέρα της επετείου με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Στην δεύτερη επέτειο (28/10/1942), ο εορτασμός έγινε στην Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΠΕΑΝ και ΕΠΟΝ. Υπήρχε ανησυχία για το πώς θα αντιδράσουν οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής, οι οποίοι όμως δεν παρενέβησαν. Εκδηλώσεις και διαδηλώσεις εκείνη την ημέρα έγιναν και σε άλλες πόλεις.
Στον Πειραιά πραγματοποιήθηκαν ολιγοπληθείς συγκεντρώσεις, ανέβαινε κάποιος σε μια καρέκλα, έβγαζε ένα σύντομο λόγο, και κατόπιν διαλύονταν, για να αποφύγουν επέμβαση των καραμπινιέρων. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το τι έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1943. Σύμφωνα με τον Ηλία Βενέζη γιορτάστηκε η επέτειος στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά (ο Βενέζης ήταν τότε υπάλληλος της τράπεζας). Κατέφθασαν όμως οι Γερμανοί, που είχαν την ευθύνη της αστυνόμευσης πλέον, υποχρέωσαν όσους συμμετείχαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά μέχρι το βράδυ, ενώ έστειλαν και είκοσι περίπου από αυτά τα άτομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάποια δεν επέστρεψαν.
Για πρώτη φορά η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα στις 28 Οκτωβρίου 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.
Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε, το 1952, η γιορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου να μεταφερθεί στις 28 Οκτωβρίου, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον Ελληνικό Στρατό στον πόλεμο της Αλβανίας.
1940-metopo

Επέτειος του Όχι

Η Επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον Έλληνα Δικτάτορα που έφερε τίτλο Πρωθυπουργού, Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της Χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία.


Παραρτήματα
Διάγγελμα Πρωθυπουργού προς τον Ελληνικόν Λαόν.

28η Οκτωβρίου 1940
Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Ελληνες, μου εξήτησε σήμερον την 3ης πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ίδιαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζεν την 6η πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
Τώρα θα αποδείξωμεν εαν πράγματι έιμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Ολον το Εθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς παραδόσεις μας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Ιωάννης Μεταξάς

Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν.

28η Οκτωβρίου 1940
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σας ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Κατα την Μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος ότι κάθε Ελλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσωσι το καθήκον των μέχρι τέλους και θα φανώσιν αντάξιοι της ενδόξου ημών ιστορίας.
Με πίστη εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της φυλής, το Εθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι τελικής νίκης.
Γεώργιος Β’

“10 Απριλίου 1941″
Μετά τήν συνθηκολόγηση μέ τήν Γερμανία παραδίδονται τά οχυρά Παλιουριώνες* καί Ρούπελ*. Οί Γερμανοί εκφράζουν τόν θαυμασμό τους στούς Ελληνες στρατιώτες, δηλώνουν ότι αποτελεί τιμή καί υπερηφάνεια τό ότι είχαν σάν αντίπαλο έναν τέτοιο στρατό καί ζητούν από τόν Ελληνα διοικητή νά επιθεωρήσει τόν Γερμανικό στρατό ώς ένδειξη τιμής καί αναγνωρίσεως! Η Γερμανική Σημαία υψώνεται μόνο μετά τήν πλήρη αποχώρηση τού Ελληνικού Στρατού.
Ένας Γερμανός αξιωματικός τής αεροπορίας εδήλωσε στόν διοικητή τής ομάδος μεραρχιών Ανατολικής Μακεδονίας αντιστράτηγον Δέδε ότι ό Ελληνικός Στρατός ήταν ό πρώτος στρατός στόν οποίον τά στούκας δέν προκάλεσαν πανικό.
“Οι στρατιώται σας” είπε, ”αντί νά φεύγουν αλλόφρονες, όπως έκαναν είς τήν Γαλλία καί τήν Πολωνία, μας επυροβόλουν από τας θέσεις των.”
Οχυρό Ρούπελ
Το οχυρό Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο συγκρότημα της οχυρωμένης τοποθεσίας κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων που έφερε το όνομα Γραμμή Μεταξά, με συνολικό ανάπτυγμα καταφυγίων 1.849 μέτρα και μήκος στοών 4.251 μέτρα. Το Ρούπελ, κατασκευασμένο στις δυτικές αντηρίδες του όρους Τσιγγέλι στον ποταμό Στρυμόνα , μαζί με το οχυρό Παλιουριώνες εξασφάλιζαν τη στενωπό Ρούπελ.
Χρονικό οχυρού Ρούπελ (6 – 9 Απριλίου 1941)
6 Απριλίου
H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου. Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο, η παρουσία του ήταν προκλητική καθώς η ελληνικές δυνάμεις στερούσαν από αεροπορική κάλυψη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα άρχισαν οι επιθέσεις από αεροσκάφη στούκας, στόχος τους εκτός από το οχυρό ήταν και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας.
Η γερμανική επίθεση στα ανατολικά του Ρούπελ
Στα ανατολικά του αριστερού υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου έδρασαν τα τάγματα ΙΙ/125 & ΙΙΙ/125, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης έπρεπε πρώτα να καταλάβουν το ύψωμα 350 στο διάκενο των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς. Για να μην καταληφθεί το ύψωμα πολέμησαν, η διμοιρία του φυλακίου Κούλας, και του 3ου λόχου προκάλυψης. Το ΙΙ/125 τάγμα πλησίασε, στις 06.40, το ύψωμα 350 και το κατέλαβε με αιφνιδιαστική επίθεση, ακολουθούμενο από το ΙΙΙ/125.
Επίθεση του ΙΙΙ/125 γερμανικού τάγματος
Εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του εδάφους, οι Γερμανοί έφθασαν σε απόσταση 200 μ. από τα έργα του οχυρού Ρούπελ. Οι υπερασπιστές του οχυρού μαζί με την βοήθεια του Καρατάς και του πυροβολικού κατάφεραν να αποκρούσουν και της τρεις επιθέσεις του τάγματος.
Διείσδυση του ΙΙ/125 γερμανικού τάγματος στα νώτα του Ρούπελ
Οι Γερμανοί του ΙΙ/125 τάγματος υποβλήθηκαν σε παρόμοιες δοκιμασίες, αλλά ήταν ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για τις ελληνικές δυνάμεις καθ’όλοι την διάρκεια του αγώνα. Από τους 100 άντρες πέρασαν οι 60 με μια ομάδα βαρέων πολυβόλων και μια ομάδα διαβιβαστών. Οι υπόλοιποι λόχοι του τάγματος γνώρισαν την καταστροφή. Ο 5ος λόχος σχεδόν διαλύθηκε. Ο 8ος κατάφερε να περάσει το βράδυ της 6-7/4 και ενώθηκε με τα υπόλοιπα τμήματα το μεσημέρι της 7/4 με πολύ μεγάλες απώλειες.
7 Απριλίου
Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της περιπολίας ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με 3 συσκευές ασυρμάτου και 2 όλμους. Επίσης δεν έλειψαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, μάλιστα στις 7 και 8 Απριλίου, τα στούκας χρησιμοποίησαν βόμβες 500 κιλών. Η υποχώρηση των Γερμανών και οι μικρές απόλυες των Ελλήνων υπερασπιστών ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Ο Παπακωνσταντίνου σημειώνει χαρακτηριστικά: “Το ηθικόν των στρατιωτών υπέροχον. Τους βομβαρδισμούς και την κόλασιν πυρός υποδέχοντο με ζητωκραυγάς“.
Αγώνες εναντίον των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ.
Η παρουσία των Γερμανών στα νότια του οχυρού Ρούπελ απασχόλησε τις ελληνικές δυνάμεις. Η διμοιρία αρμάτων που θα ενεργούσε με το απόσπασμα του Παπαχατζή δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω εδαφικών δυσχερειών. Εναντίων των Γερμανών που είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο της 7ης πυροβολαρχίας στο ύψωμα Τεπελάρ κινήθηκαν δύο διμοιρίες του 3ου λόχου υπό των Νιάνου και Παπαχατζή υπό τον ανθυπολοχαγού Καρατζά. Μετά από ολοήμερη μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Γερμανούς στο ύψωμα Γκολιαμά ανάμεσα στο χωριό Κλειδί και το λόφο Λουτρών.
8 Απριλίου
Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί του ΙΙΙ/125 τάγματος ετοιμάστηκαν για νέα επίθεση με τρεις ομάδες εδάφους και μία διμοιρία σκαπανέων. Για το σκοπό αυτό ενισχύθηκε με δύο διμοιρίες του 13ου και 14ου λόχου.Οι απώλειες του οχυρού την ημέρα αυτή ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες οπλίτες ενώ οι υλικές ήταν ελάχιστες. Σημαντικές, αντίθετα, ήταν οι απώλειες του εχθρού. Ενέργειες για την εξουδετέρωση των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ. Πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση στα νότια του οχυρού αφού το ΙΙ/125 τάγμα ενισχύθηκε από την κάθοδο των γερμανών δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Στρυμόνα.
Η κατάσταση χειροτέρεψε για την ελληνική πλευρά γιατί η Ομάδα Μεραρχιών διέταξε τα τάγματα του 41 Συντάγματος Πεζικού να επιστρέψουν στης αρχικές τους θέσεις μάχης. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη καθώς η επόμενη προγραμματισμένη ενέργεια ήταν η διάβαση του Στρυμόνα από την 5η Ορεινή Μεραρχία.
9 Απριλίου
Το οχυρό Ρούπελ υπέστη βομβαρδισμούς πυροβολικού και αεροπορίας και την ημέρα αυτή. Μέχρι το μεσημέρι οι βομβαρδισμοί ήταν μικρής έντασης αλλά από τις 14:00 μετατράπηκαν σε σφοδρούς. Στις 12:30, όμως, όταν επρόκειτο να εφορμήσουν τα τμήματα κρούσης, το ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε στους χώρους εξόρμησης το φονικό πυρ και προκλήθηκαν πολλές και βαριές απόλυες στους Γερμανούς. Μετά από αυτό τα γερμανικά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Οι απόλυες του οχυρού ήταν πέντε νεκροί και έντεκα τραυματίες. Στις 17:00 προσήλθαν Γερμανοί κήρυκες για να γνωστοποιήσουν την συνθηκολόγηση του ΤΣΑΜ ζητώντας την παράδοση του οχυρού.
Ο διοικητής του, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε ότι τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται και ότι θα συνεχίσει τον αγώνα στερούμενος άλλων διαταγών. Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Το οχυρό επικοινώνησε με τη Μεραρχία όπου κοινοποίησε την συνθηκολόγηση. Η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστή. Την επομένη 10 Απριλίου 1941 έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Τα γερμανικά τμήματα “μας εσεβάσθησαν και μας ετίμησαν“, σύμφωνα με την έκθεση Πλευράκη. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα και απέδωσαν τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Σχετικά με τις απόλυες των εμπολέμων στον αριστερό υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου, ο Πλευράκης σημειώνει στην έκθεση του: “Αι απώλειαι ασήμαντοι έναντι τοιούτου αγώνος ώστε περιορισθεί σε 4 νεκρούς αξιωματικούς και 40 άνδρες τραυματίες 2 αξιωματικοί και 150 άνδρες. Απεναντίας του αντιπάλου βαρύτατε ως μαρτυρούν τα υπάρχοντα νεκροταφεία και ας αποσιωπώ δια λόγους σκοπιμότητος“.
Οχυρό Παλιουριώνες
Το οχυρό βρισκόταν βορειοανατολικά της κωμόπολης Νέο Πετρίτσι Σερρών.
Οι οχυρώσεις του αποτελούνταν από τρία συγκροτήματα και δύο μεμονωμένα πολυβολεία, με υπόγειες στοές που έφταναν τα 1762 μέτρα. Τα επιφανειακά του έργα ήταν, 4 απλά και 6 διπλά πολυβολεία, 2 σύνθετα πολυβολεία-παρατηρητήρια, 1 σύνθετο πολυβολείο-αντιαρματικό πυροβολείο, 1 σύνθετο πολυβολείο-βομβιδοβολείο, 1 αντιαεροπορικό πολυβολείο, 1 αντιαρματικό πυροβολείο, 1 μονό και 1 διπλό ολμοβολείο, 3 πολυβολεία πλαγιοφύλαξης, 7 παρατηρητήρια, 2 σταθμούς οπτικού, 4 απλές εξόδους, 1 έξοδος με πολυβόλο και 1 εξόδος με παρατηρητήριο και βομβιδοβολείο.
Ο οπλισμός του αποτελείτο από 2 πυροβόλα των 75mm, 1 αντιαεροπορικό των 20mm, 2 αντιαρματικά των 37mm, 3 όλμους των 81mm, 31 πολυβόλα, 16 οπλοπολυβόλα, 35 βομβιδοβόλα και επανδρώνονταν από 15 αξιωματικούς και 585 υπαξιωματικούς και οπλίτες.
______________________
πηγές: wikipaidia – agiotatos.gr
φωτογραφικό υλικό : προσωπικό αρχείο και διαδίκτυο
Λένα Δ. Πλόσκα

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης 1912,Μέσα από το αρχείο του Γεωργίου Κωνσταντινίδη

Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης 1912

Μέσα από το αρχείο του Γεωργίου Κωνσταντινίδη

Tου Γεώργιου Κωνσταντινίδη
Εισαγωγή, επιμέλεια αφιερώματος: Στέλιος Κούκος
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1912 ήταν ένα γεγονός ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Άλλωστε η εκδίωξη των οθωμανών, οι οποίοι είχαν καταλάβει την πόλη το 1430, δεν ήταν μία απλή βεντέτα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, με τη συγκυρία να κλείνει πλέον το μάτι στους Έλληνες… Έπειτα λοιπόν από 482 χρόνια από την άλωση της Θεσσαλονίκης και λίγα χρόνια μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 η βαλκανική σύμπραξη των χριστιανικών λαών της περιοχής έπεφτε σαν καταιγίδα πάνω στο Μεγάλο Ασθενή, την Τουρκία. Ωστόσο Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο δεν είχαν κάποιο ευρύτερο όραμα συνεργασίας και συνύπαρξης, όπως για παράδειγμα αυτό του Ρήγα Βελενστινλή, απλώς συμφώνησαν να επιτεθούν στην Τουρκία και να την αποψιλώσουν…
Και όσο κι αν η πολεμική αρετή σχετίζεται με την κατάληψη εδαφών, εκτάσεων και λοιπών περιοχών, η πιο ουσιαστική στρατιωτική επέμβαση αφορά την απελευθέρωση ανθρώπων από τη σκλαβιά. Είναι γνωστό πως οι ποικίλες εθνότητες που κατοικούσαν στην αχανή οθωμανική αυτοκρατορία ένιωθαν πολύ έντονα αυτή τη σκλαβιά, ενώ κάθε προσπάθεια για συνταγματική επίλυση του ζητήματος είχε αποτύχει. Το ίδιο και η… πολλά υποσχόμενη κίνηση των Νεοτούρκων, η οποία αποδείχτηκε η πιο οδυνηρή, αφού αυτοί διέπραξαν τις γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ελλήνων, των Ασσυρίων…
Έτσι η είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη σήμανε τη νεκρανάσταση του ελληνισμού της περιοχής…
Την αναστάσιμη χαρά της απελευθέρωσης που έζησαν οι Θεσσαλονικείς αλλά και όλος ο ελληνισμός μάς θυμίζει ο Γιώργος Κωνσταντινίδης μέσω του κειμένου του, το οποίο στηρίχτηκε σε νέα στοιχεία που ανέσυρε από το «Αρχείο Κωνσταντινίδη».
Από εκεί και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον απόσπασμα που ακολουθεί και αφορά τη στάση των νικητών έναντι των ηττηθέντων οθωμανών: «Συμπαθήσωμεν τους ηττηθέντας εχθρούς μας αποφεύγοντες την επιδείνωσιν της ήδη δεινώς τρωθείσης καρδιάς των, αντί δ’ υβριστικών φράσεων και προπηλακισμών ν’ ανταποδίδωμεν τα ίσα. Ευσπλαχνισθώμεν τους αστέγους και λιμώττοντας πρόσφυγας και τα λοιπά θύματα του πολέμου, παρηγορούντες και βοηθούντες αυτοίς, συμμορφούμενοι προς την εντολήν Εκείνου, ειπόντος ‘αγαθοποιείτε τους κακοποιούντας υμάς ποτίζοντες και τρέφοντες τους εχθρούς σας, όταν διψούν ή πεινούν’». (Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», 3 Νοεμβρίου 1912).

1. Πριν από την απελευθέρωση
α. Ο ρόλος των εφημερίδων
Από την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου οι στρατιωτικές επιχειρήσεις προχωρούσαν εξαιρετικά μετά τις ένδοξες νίκες του ελληνικού στρατού. Δεν πέρασαν πολλές ημέρες και ο στρατός μας βρισκόταν στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης και διαπραγματευόταν με τον τούρκο διοικητή Χάσαν Ταχσίν πασά την παράδοση της πόλης.
Ενώ όμως συνέβαιναν αυτά, οι τουρκικές εφημερίδες που εκδίδονταν στην πόλη, με πρωτοστατούσα την Asr, δημοσίευαν ενθουσιώδη άρθρα για τις δήθεν επιτυχίες του οθωμανικού στρατού. Η Αγγελική Μεταλλινού-Τσιώμου, σημαντική συγγραφέας της περιόδου και ανταποκρίτρια στη Θεσσαλονίκη των τότε εκδιδόμενων περιοδικών «Ελλάς» και «Παρνασσός», αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μεταξύ πολλών άλλων δήθεν πολεμικών επιτυχιών περιέγραφον περιλάμπρους νίκας εις Σαραντάπορον, Γενιτσά και Βαρδάρην του γενναίου Οθωμανικού στρατού, πάντοτε προελαύνοντος και δρέποντος απανταχού δάφνας».
Η τουρκική λογοκρισία είχε φθάσει σε τέτοια επίπεδα, ώστε οι τουρκικές εφημερίδες παραποιώντας τα γεγονότα και παρουσιάζοντάς τα ρόδινα προσπαθούσαν να φανατίσουν τα πλήθη και στην περίπτωση του απευκταίου, της κατάληψης δηλαδή της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό, γεγονός που οι επίσημες αρχές του Οθωμανικού κράτους ανέμεναν από στιγμή σε στιγμή, να ελπίζουν ως μόνη λύση στη σφαγή των Χριστιανών προς ικανοποίηση του φαύλου και αγράμματου στοιχείου των συμπατριωτών τους.
Για τους ίδιους λόγους οι αρχές απαγόρευσαν την κυκλοφορία της πρωινής εφημερίδας «Μακεδονία», με τη δικαιολογία ότι αναφέρθηκε σε κάποια δολοφονία Ελλήνων από τον τουρκικό στρατό στην Κατερίνη και ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας.
Ο αείμνηστος Κ. Βελλίδης όμως, εκδότης της και από τους στυλοβάτες της εθνικής ιδέας, δεν πτοήθηκε καθόλου και εξακολούθησε την έκδοση της εφημερίδας υπό τον τίτλο «Παμμακεδονική», η οποία αγωνίστηκε για τα εθνικά δίκαια μέχρι την άφιξη του ελληνικού στρατού στην πόλη.
Για τους εθνικούς σκοπούς αγωνίστηκε και ο Ιωάννης Κούσκουρας, ιδρυτής και ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Νέα Αλήθεια», και ο Αντώνιος Οικονομίδης, ιδρυτής και ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Εμπρός», που εκδιδόταν την περίοδο εκείνη στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας ο φόβος είχε κυριεύσει τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης, καθώς είχε πικρή εμπειρία από τουρκικές αυθαιρεσίες. Οι καταστηματάρχες διέκοπταν τη λειτουργία των μαγαζιών με τη δύση του ηλίου και κανείς δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει. Τα καφενεία ήταν κλειστά και οι δρόμοι έρημοι. Στην περίπτωση που τύχαινε να κάθεται κάποιος έξω, όπως συνήθιζαν οι γυναίκες στις συνοικίες της πόλης, με την εμφάνιση της τουρκικής περιπόλου απομακρυνόταν και έκλεινε την πόρτα του σπιτιού του.
β. Έντονη κινητικότητα εκ μέρους των τουρκικών αρχών
Περίπου δέκα ημέρες πριν από την άφιξη του ελληνικού στρατού μία ασυνήθιστη κίνηση παρατηρήθηκε. Στρατοπέδευσε σε διάφορα ανοικτά μέρη της πόλης με σκηνές και τα σχετικά τουρκικός στρατός. Η επίσημη εκδοχή των αρχών ήταν ότι οι εν λόγω ενέργειες συνέβαιναν για λόγους προληπτικούς και για την ασφάλεια των κατοίκων. Παράλληλα εκείνες τις ημέρες παρατηρούταν έντονη κινητικότητα νυχθημερόν. «Μυστηριώδη στρατιωτικά αυτοκίνητα με ιλιγγιώδη ταχύτητα διέσχιζον τας κυριωτέρας οδούς της Θεσσαλονίκης, Εγνατίας, Χαμηδιέ, Στρατού, Παραλιακής και Πύργων με εκκωφαντικόν κρότον προελαύνοντα από της ενάτης νυκτερινής και επέκεινα», αναφέρει η Μεταλλινού. Μεγάλη κίνηση παρατηρούταν επίσης στην τουρκική αστυνομία, στο φρουραρχείο και στη χωροφυλακή, η οποία πρόσφατα είχε ενισχυθεί σημαντικά. «Οι γαντοφορεμένοι χωροφύλακες και οι αστυνομικοί ζαπτιέδες, Κομισέριδες και λοιποί φορούντες επιδεικτικώς τα λευκά χειρόκτιά των προσέβλεπον βλοσυρώς πάντα χριστιανόν (Γκιαούρ)», παρατηρεί η Μεταλλινού.
Δικαιολογημένος ήταν επομένως ο φόβος των Ελλήνων της πόλης, που υποπτεύονταν αντίποινα, χριστιανικές σφαγές και λεηλασίες περιουσιών εκ μέρους των αρχών και του τουρκικού όχλου για τις ήττες του οθωμανικού στρατού. Καθώς λοιπόν έπεφτε το σκοτάδι στην πόλη, οι λάμπες των σπιτιών έσβηναν και αντικαθίσταντο από κεριά, καντήλια και λυχνίες.
γ. Τούρκοι πρόσφυγες καταφθάνουν στην πόλη
Καθημερινά έφθαναν στην πόλη καραβάνια ολόκληρα τούρκων προσφύγων, ξυπόλητων, ρακένδυτων και πεινασμένων, οι οποίοι κατέκλυαν τους παραβαρδάριους χώρους προκαλώντας «την φρίκην και τον πόνον συγχρόνως των κατοίκων», όπως περιγράφει η Μεταλλινού. Προέρχονταν από τα μέρη που είχε καταλάβει ο προελαύνων ελληνικός αλλά και ο βουλγαρικός στρατός. Για την προσωρινή τους εγκατάσταση χρησιμοποιήθηκαν διάφορα δημόσια κτίρια και όλα τα τζαμιά. Με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, οι δυστυχείς αυτοί διηγούνταν τα κακουργήματα των Βουλγάρων των βορείων περιοχών, ιδίως της Στρώμνιτσας. Από αυτούς τους πρόσφυγες λοιπόν οι κάτοικοι της πόλης πληροφορήθηκαν ότι από την πλευρά αυτή κατέρχεται προς τη Θεσσαλονίκη τροχάδην και άλλος στρατός, «λεηλατών και πυρπολών», όπως αναφέρει ο Νικόλαος Χριστόδουλου, δείγμα συμμαχικής απιστίας. Εξαιτίας λοιπόν των πληροφοριών αυτών περί αιφνιδιαστικής καθόδου των Βουλγάρων η αγωνία του ελληνικού πληθυσμού ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Άλλωστε το κατόρθωμα του Βότση εντός του λιμένα της Θεσσαλονίκης είχε δημιουργήσει την πεποίθηση σε όλους ότι η άμυνα της πόλης δεν θα διαρκούσε πολύ.
δ. Η εορτή του Αγίου Δημητρίου
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν πλησίαζε η εορτή του Αγίου Δημητρίου, το προαύλιο του οποίου και ο ναός είχαν γεμίσει από τούρκους πρόσφυγες. Είχαν ήδη σιγήσει οι ομοβροντίες των τηλεβόλων της μάχης των Γιαννιτσών και παρά τις ανακοινώσεις των τοπικών κυβερνητικών εφημερίδων, όπως προαναφέραμε, μεταξύ των Ελλήνων διαδιδόταν ευχάριστη πληροφορία ότι τμήμα του ελληνικού στρατού (η 7η Μεραρχία) προχωρώντας κατά μήκος της παραλίας οδεύει γοργά προς την πόλη. Οι ευχές στις εκκλησίες ανταλλάσσονταν μυστικά μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού, το ίδιο δε συνέβαινε και στις ολίγες φιλικές επισκέψεις.
Μέσα στο γενικότερο κλίμα ανησυχίας και επιφυλακτικότητας, σε καθεστώς απόλυτης εχεμύθειας και με την ελπίδα της ταχείας αφίξεως του ελληνικού στρατού οι Έλληνες αποσύρθηκαν στα σπίτια τους το βράδυ της εορτής του Αγίου Δημητρίου. Εκεί συζητούσαν έως αργά για τα γεγονότα, χωρίς να γνωρίζουν ότι ήδη η πόλη είχε παραδοθεί και πως ομάδα συνδέσμων αξιωματικών βρισκόταν στο ξενοδοχείο «Όλυμπος Παλάς» της πλατείας Ελευθερίας.
2. Η απελευθέρωση
α. Οι διαπραγματεύσεις και ο ρόλος του Χασάν Ταχσίν πασά

Μετά την πανωλεθρία των τουρκικών στρατευμάτων στη μάχη των Γιαννιτσών πολλές συσκέψεις πραγματοποιούνταν στο διοικητήριο της πόλης ανάμεσα στις τουρκικές πολιτικές αρχές, τους θρησκευτικούς αρχηγούς και τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες δεν κατέληγαν πουθενά, διότι ο αρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν πασάς αρνούταν να παραδώσει την πόλη. Μάλιστα ο Χασάν Ταχσίν, ανένδοτος ως προς το θέμα αυτό, συγκέντρωσε τις διασπαρμένες δυνάμεις του κοντά στον Αξιό και κατέστρεψε τη γέφυρα του ποταμού θεωρώντας έτσι την υπεράσπιση της πόλης εξασφαλισμένη. Τα ελληνικά όμως στρατεύματα διέβησαν τον ποταμό μέσω πρόχειρων γεφυρών. Οι τουρκικές αρχές της πόλης, παρακολουθώντας την εξελισσόμενη εις βάρος τους κατάσταση, συνεννοήθηκαν με τους προξένους και τους θρησκευτικούς αρχηγούς και έπεισαν τον αρχιστράτηγο να διαπραγματευτεί την παράδοση της πόλης.
Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου οι πολιτικές αρχές της πόλης, το διοικητικό συμβούλιο του βιλαετιού και το δημοτικό συμβούλιο, σε συνεδρίαση στην οποία παρίστατο και ο Ταχσίν πασάς, εξουσιοδοτούν τους προξένους να μεταφέρουν τους όρους του τούρκου αρχιστράτηγου στο γενικό στρατηγείο των Ελλήνων. Η επιτροπή, αποτελούμενη από τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και τον ταξίαρχο Chefik πασά, φρούραρχο της Θεσσαλονίκης, μεταβαίνουν στο ελληνικό στρατηγείο στο Τόψιν (σημερινή Γέφυρα), για να παραδώσουν το έγγραφο της παράδοσης. Μετά την ανάγνωση του εγγράφου και λόγω των επαίσχυντων όρων του Χασάν Ταχσίν πασά, που αξίωνε να διατηρήσει ο τουρκικός στρατός τα όπλα του και να παραμείνει ουδέτερος μέχρι το τέλος του πολέμου στο φρούριο του Καραμπουρνού, ο ρώσος πρόξενος αποχωρεί αναφέροντας τα εξής: «Εξοχώτατε, εγώ δεν δύναμαι να μεταβώ εις το Ελληνικόν Στρατηγείον υπό τοιούτους όρους, οίτινες είναι μάλλον νικητού ή ηττημένου. Λυπούμαι πολύ δι’ αυτό». Με παράκληση του Χασάν Ταχσίν οι υπόλοιποι πρόξενοι μεταβαίνουν στον αρχιστράτηγο των ελληνικών στρατευμάτων, διάδοχο Κωνσταντίνο, παραδίδοντας το έγγραφο, το οποίο βεβαίως τους επιστρέφεται με ολιγόωρη προθεσμία για την εκπόρθηση της πόλης. Οι όροι του διάδοχου ήταν οι ακόλουθοι: Η παράδοση των όπλων και του στρατού 25.000 ανδρών, ο οποίος έπρεπε να κλειστεί αιχμάλωτος στο Καραμπουρνού. Μόνο οι αξιωματικοί επιτρεπόταν να φέρουν τα ξίφη τους και να παραμείνουν ελεύθεροι με την υπόσχεση «επί τω λόγω της τιμής τους» ότι δεν θα λάβουν μέρος στον παρόντα πόλεμο.
Η παράδοση της πόλης
Χαράματα της 26ης Οκτωβρίου ο Ταχσίν πασάς αποστέλλει εκ νέου τον Chefik πασά μαζί με το διευθυντή πολιτικών υποθέσεων του βιλαετιού Καραμπιπέρη με νέα πρόταση και ζητά τη διατήρηση 5.000 όπλων, που ούτε αυτή γίνεται αποδεκτή. Έπειτα από διαδοχικές χρονοτριβές, που πιθανολογείται ότι οφείλονταν σε προσδοκία ευρωπαϊκής παρέμβασης εκ μέρους των Τούρκων, και αφού είχε παρέλθει η προθεσμία που είχε θέσει ο διάδοχος, διατάσσεται η μεν 7η Μεραρχία υπό τη διοίκηση του μεράρχου Κλεομένους και ευζωνικό απόσπασμα υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλο να καταλάβει την πόλη. Κατά τις 4 το απόγευμα ο τούρκος αρχιστράτηγος, αφού εν τω μεταξύ είχε ενημερωθεί για την ψυχική και επιχειρησιακή κατάσταση του τουρκικού στρατεύματος, αποδέχεται την άνευ όρων παράδοση της πόλης, του τουρκικού στρατού και του φρουρίου Καραμπουρνού. Η εφημερίδα «Εμπρός» της Θεσσαλονίκης (27/10/1912) αναφέρει χαρακτηριστικά: «O Χασάν Ταχσίν πασάς μαθών την επέλασιν της Μεραρχίας του κ. Κλεομένους έσπευσε να δηλώση ότι παραδίδεται υπό τους όρους ους έταξεν ο Διάδοχος. Ούτω δε έληξεν η μεγάλη παλληκαριά του Τούρκου στρατάρχου».
Κατόπιν τούτων αργά το βράδυ εισέρχονται στην πόλη οι αξιωματικοί Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, για να συντάξουν το σχετικό πρωτόκολλο κατάθεσης των όπλων και παράδοσης της πόλης. Το πρωτόκολλο υπογράφεται στη 1.30 π.μ., τις πρωινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου. Όμως ως ώρα υπογραφής τίθεται η 11.30 μ.μ. της 26ης Οκτωβρίου κατόπιν επιμονής του Μεταξά να τιμηθεί ο πολιούχος της πόλης, αλλά και να τεκμηριωθεί ότι η πόλη κατελήφθη από τον ελληνικό στρατό μία ημέρα νωρίτερα για διαπραγματευτικούς λόγους έναντι στις απαράδεκτες απαιτήσεις των «συμμάχων» Βουλγάρων. Η Θεσσαλονίκη είναι πλέον ελληνική!
Στην ομαλή αυτή εξέλιξη της καταστάσεως πάντως συνετέλεσε και το κατόρθωμα του Βότση, ο οποίος στις 18 Οκτωβρίου τορπίλισε την τουρκική ναυαρχίδα «Φετχί Μπουλέντ» και έκαμψε το ηθικό του αντιπάλου. Οι Τούρκοι, όταν πληροφορήθηκαν το κατόρθωμα του Βότση, αναστατώθηκαν. Η τουρκική εφημερίδα «Asr» σχολιάζοντας το γεγονός έγραφε τα εξής: «Βρε αυτό είναι το Καραμπουρνού που μας έλεγαν ότι κανένας στόλος δεν ημπορεί να παραβιάση; Και ημείς εκοιμώμεθα ήσυχα. Φτου! Να χαθήτε! Και τι εκάματε, όταν εισήλθε το Ελληνικόν τορπιλοβόλον; Εκοιμάσθε;».
β. «Νίκο, σήκω, ήλθαν οι δικοί μας! Ήλθε ο στρατός! Ήλθαν οι Έλληνες»!

Στο αρχείο του Γεωργίου Κωνσταντινίδη έχουμε την τύχη να διαθέτουμε το άρθρο του επιφανούς Θεσσαλονικέα, μετέπειτα δημοτικού συμβούλου και αντιπροέδρου του Γυμναστικού Συλλόγου «Ηρακλής» Νικολάου Χριστοδούλου με τίτλο «Πώς είδα την είσοδον των Ελλήνων εις την Θεσσαλονίκην προ 50 ετών, ήτοι την 26η Οκτωβρίου 1912». Βασιζόμενοι λοιπόν στις αναφορές ενός λογίου ανθρώπου, που ασχολήθηκε ενδελεχώς με την ιστορία της πόλης και έζησε τα γεγονότα ως αυτόπτης μάρτυρας, παραθέτουμε την περιγραφή του, που αφορά την 27η Οκτωβρίου 1912, ημέρα που οι Έλληνες συνειδητοποίησαν πως η Θεσσαλονίκη μετά 482 χρόνια σκλαβιάς ήταν πλέον ελληνική και ελεύθερη: «Ο εξάδελφός μου Δημήτριος Κοντορέπας, όστις ήτο άνθρωπος του Προξενείου, εσηκώθη λίαν ενωρίς και εξήλθε να πληροφορηθή σχετικώς. Επανήλθεν εσπευσμένως, εκτύπησε το παράθυρόν μου φωνάζων ‘Νίκο, σήκω, ήλθαν οι δικοί μας! Ήλθε ο στρατός! Ήλθαν οι Έλληνες’ και εχάθη. Εντός δύο λεπτών ήμουν στην στενήν τότε ΕΓΝΑΤΙΑΝ, εις το τότε λεγόμενον «φαρδύ» προ της εκκλησίας του Αγ. Αθανασίου, όπου η κατοικία μας. Τα μαγαζιά ήσαν ημίκλειστα. Ο κόσμος ήτο διάχυτος και όλοι διηρωτώντο τι συμβαίνει; Την στιγμήν εκείνην διέρχονται δύο διαγγελείς καλπάζοντες, εις στρατιώτης και ο έτερος χωροφύλαξ. Η πρώτη εμφάνησις Ελλήνων στρατιωτικών εις την περιοχήν. Ο κόσμος ώρμησε επάνω των να ασπάζεται αυτούς και τα άλογά των. Μετά δυσκολίας ελευθερώθησαν και προχώρησαν προς την Καμάραν. Την ίδιαν στιγμήν Έλλην τροχιοδρομικός μας πληροφορεί ότι ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τον σιδηροδρομικόν σταθμόν.
Όλος ο κόσμος ώρμησε προς τον σιδηροδρομικόν σταθμόν. Ενωθήκαμε και ημείς 4-5 φίλοι, μέλη του Γυμναστικού Συλλόγου ‘Ο Ηρακλής’ και βαδίζομεν δρομέως προς τον σιδηροδρομικόν σταθμόν.
Εις την στάσιν Κολόμβου μάς σταματά μία άμαξα, εντός της οποίας Θεσσαλονικείς ησπάζοντο έναν οπλοφόρον. Κάποιος γνωστός μας από αυτούς μας φωνάζει ‘Είναι ο Κύριος Ματσούκας’. Χαιρετώμεν τον αποκαλούμενο εθνικόν μας ποιητήν (ο οποίος ακολουθούσε τον στρατό μας), όστις φωνάζει ‘παιδιά, πρώτα στην εκκλησίαν’. Και όλοι μαζί ενισχυθέντες εν τω μεταξύ αριθμητικώς συνοδεύομεν την άμαξαν του ποιητού μέχρι του Αγ. Μηνά. Εντός λεπτού ο Ναός κατεκλύσθη από τον κόσμον. Εκεί ο ποιητής ησπάσθη τους ιερείς, απήγγειλε εμπνευσμένα πατριωτικά τραγούδια και ευχαριστήρια προς την Θείαν Πρόνοιαν και όλο το πλήθος εκείνο με τον Ματσούκαν και τους ιερείς επί κεφαλής κατηυθύνθη προς την πλατείαν Ελευθερίας.
Εκεί ο Ματσούκας ανήλθεν εις τον εξώστην του ξενοδοχείου ‘Μεγάλη Βρετανία’ (άνωθεν του ζυθοπωλείου του Νιόνιου) -πρόκειται για το περίφημο ξενοδοχείο της περιόδου ‘Grand Hotel d’ Angleterre’ στην πλατεία Ελευθερίας- και ήρχισε να ψάλλη εθνικά τραγούδια, εκ των οποίων ακόμη ενθυμούμαι τα εξής:
Ξυπνάτε από τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι
Να δήτε την πατρίδα σας απελευθερωμένη.
Ξυπνάτε από τα Μνήματα, δεν είσθε ποια ραγιάδες
Ξυπνάτε κι ήρθ’ η λευθεριά, έφυγαν οι αγάδες.
Εκείνην την στιγμήν διήρχετο από το κάτω μέρος της πλατείας Ελευθερίας άμαξα στρατιωτική (κάρο) με τέσσερας Έλληνας αξιωματικούς πωγωνάτους. Ο ενθουσιασμός του κόσμου έφθασεν εις κατακόρυφον, διότι αυτοί ήσαν γνωστοί εις τους Θεσσαλονικείς. Ήσαν προξενικοί και μετέβαινον να καταλάβουν το προξενείον (κείμενον παραπλεύρως της Ι. Μητροπόλεως), να εγκατασταθούν εκεί και να υψώσουν την σημαίαν. Η υποδοχή που τοις εγένετο ήτο αφάνταστος.
Το απόγευμα η ομάς μας μετέβη εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν και εχαιρετίσαμεν την εκεί φρουράν. Σημειωτέον ότι ήρχισαν ήδη να εμφανίζωνται εις τα Ελληνικά σπίτια και εις τα Ελληνικά καταστήματα αι ελληνικαί σημαίαι, τας οποίας ο πληθυσμός ητοίμαζε κατά τας προηγουμένας κρυφά μετά συγκινήσεως. Εις τον σταθμόν επληροφορήθημεν ότι από την άλλην πλευράν πέρα από το Μπεχτσινάρη, προς τον Χατζή Μπαχτσέ, ήτο το πυροβολικόν. Αμέσως κατευθυνόμεθα προς την πλευράν εκείνην. Ενώ όμως διηρχόμεθα την γέφυραν επί του χειμάρρου προ του σταθμού της Κ/πόλεως, αντικρύσαμε προβάλλοντα δύο ευζωνικά τάγματα με την σημαίαν επί κεφαλής, τα οποία ως επληροφορήθημεν μετέβαινον προς του στρατώνας. Ήτο ο πρώτος στρατός ο εισερχόμενος εις την πόλιν επισήμως. Οι άνδρες καταλασπωμένοι, λόγω της βροχής, με υπέροχον και συγκινητικόν ενθουσιασμόν εδέχοντο τας εκδηλώσεις του κόσμου.
Εσυνεχίσαμεν κατόπιν την πορείαν πέρα από το Μπεχτσινάρ, προς τους μπαξέδες, εις τας κατασκηνώσεις του πυροβολικού. Εκεί εχαιρετίσαμεν τους πυροβολιτάς και τους αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων ήτο και ο κ. Δραγούμης, γνωστός από τα αθλητικά με ωρισμένους της παρέας μας. Παρεμείναμεν εκεί έως το βράδυ, οπότε ηναγκάσθημεν να επιστρέψωμεν εις τα σπίτια μας, αφ’ ενός μεν διότι είχε τότε νυκτώσει αρκετά, και μία από τας πρώτας διατάξεις του στρατού κατοχής απηγόρευεν την κυκλοφορίαν κατά τας νυκτερινάς ώρας, αφ’ ετέρου δε διότι υπό της διευθύνσεως των εργοστασίων ζυθοποιίας ‘Όλυμπος’ εδηλώθη εις όλον εκεί τον πανηγυρίζοντα λαόν και στρατόν ότι ο ζύθος του εργοστασίου εξηντλήθη».
γ. Η είσοδος του διαδόχου Κωνσταντίνου στην πόλη

Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου έφθασε στο σιδηροδρομικό σταθμό Μοναστηρίου η αμαξοστοιχία που μετέφερε το διάδοχο με το επιτελείο του. Κατευθύνθηκε στο διοικητήριο, όπου υψώθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία, και στη συνέχεια οργανώθηκε η έπαρση της σημαίας στο Λευκό Πύργο, για να επισφραγιστεί η ελληνική κυριαρχία. Στις 8 π.μ. συναντήθηκε με τον Ταχσίν πασά και μέλη του προξενικού σώματος. Ο τούρκος αρχιστράτηγος με επίσημη περιβολή και σε κλίμα συγκινησιακής φόρτισης άρθρωσε λίγες λέξεις, παρέδωσε και επίσημα την πόλη και αποχώρησε. Κατά τις 11 π.μ. ο διάδοχος έφιππος, φέροντας στολή αντιστρατήγου εκστρατείας και ακολουθούμενος από τους επίσης έφιππους πρίγκιπες Νικόλαο, Ανδρέα, Χριστόφορο και Γεώργιο, τον επιτελάρχη Δαγκλή, ανώτερους έφιππους αξιωματικούς, ιππικό και την 1η Μεραρχία, διήλθε μέσω των οδών Βαρδαριού (σημερινής Εγνατίας), Αγοράς και Σαμπρή πασά (σημερινής Βενιζέλου) και κατέληξε στο σημαιοστολισμένο ναό του Αγίου Μηνά, όπου λόχος ευζώνων παρατεταγμένων φύλασσε την τάξη. Ακολούθησε δοξολογία παρουσία πολλών επισήμων, ανάμεσα στους οποίους οι πρόξενοι της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Περσίας και της Δανίας κατά τη Μεταλλινού. Ο Περικλής Αργυρόπουλος, που εν τω μεταξύ είχε οριστεί νομάρχης, αναφέρει πως παρέστη μόνον ο πρόξενος της Ιταλίας, η οποία την τελευταία τριετία ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Παραβρέθηκαν επίσης ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, ο πρωθιερέας της Αρμενικής Κοινότητας, ο σέρβος πρωθιερέας, ο βούλγαρος αρχιμανδρίτης, ο αρχιραβίνος και οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κοινότητας. Όλους τους επίσημους υποδέχθηκαν και καθοδήγησαν στις θέσεις τους οι επιφανείς Θεσσαλονικείς και εθνικοί εργάτες Αθ. Μάνος, Γ. Διβόλης και Δ. Κοντορέπας, κοσμήτορες του γεγονότος. Μετά το πέρας της δοξολογίας ο διάδοχος επέστρεψε στο διοικητήριο και κατά τη 1.30 μ.μ. πραγματοποιήθηκε ενώπιόν του παρέλαση του ελληνικού στρατού, ήτοι της 1ης Μεραρχίας, που είχε εισέλθει πριν από λίγες μόνο ώρες στην πόλη. Εν συνεχεία δέχθηκε στη μεγάλη αίθουσα του πρώτου ορόφου τις αρχές της πόλης, τους θρησκευτικούς αρχηγούς και τους προξένους. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χριστοδούλου: «Και τότε είχομεν την ευτυχή στιγμήν του βίου μας να χαιρετίσωμεν την επίσημον είσοδον του Στρατηγείου, με επί κεφαλής τον Διάδοχον Κωνσταντίνον, ηκολούθει δε στρατός, κατά το πλείστον από περιοχάς της Θεσσαλίας με επί κεφαλής την στρατιωτικήν μουσικήν, παιανίζουσαν το θούριον ‘Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά’. Δεν κατορθώσαμεν να εισέλθωμεν εις τον Ναόν, μας εδόθη όμως η ευκαιρία να χαιρετίσωμεν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτας της θριαμβευτικής αυτής παρελάσεως». Ο διάδοχος και οι πρίγκιπες κατέλυσαν στο ξενοδοχείο «Σπλέντιτ».
δ. Είσοδος ελληνικού στρατού – Οι επευφημίες του κόσμου
Ήδη από τις 27 Οκτωβρίου εισήλθαν στην πόλη τμήματα του ελληνικού στρατού (η 7η Μεραρχία κατά τις 8 το πρωί σταμάτησε στο σιδηροδρομικό σταθμό Μοναστηρίου – Θεσσαλονίκης, περιοχή που θεωρούταν εκείνη την εποχή προάστιο, και εγκατέστησε το στρατηγείο της). Ο κύριος όγκος όμως έφθασε στις 28 του μήνα. Περί ώρα 10.30 π.μ. στην πόλη εισήλθε η ένδοξη 1η Μεραρχία, οι άνδρες της οποίας είχαν λάβει μέρος σε όλες τις μάχες. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας διατάχθηκε να εισέλθει στην πόλη και η δεύτερη.
Επικρατούσε διαρκής βροχή. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες ήταν σχεδόν ρακένδυτοι και ταλαιπωρημένοι λόγω των κακουχιών που είχαν αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων που προηγήθηκαν. Διότι εκτός των πολεμικών πυρών, της κούρασης και της πείνας είχαν να αντιμετωπίσουν και τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Είχαν όμως το σθένος, αν και «περίβρεκτοι μέχρις όστεων», να ανταποκρίνονται στους ενθουσιώδεις χαιρετισμούς των πολιτών.
Οι μόνοι που απείχαν των έξαλλων πανηγυρισμών των τελευταίων δύο ημερών, της 27ης και της 28ης Οκτωβρίου, ήταν οι τουρκικές αρχές και οι περιπολίες, που κατηφείς και περίλυπες παρατηρούσαν τα τεκταινόμενα ως απλοί θεατές. Οι συμπολίτες Ισραηλίτες παρά την αρχική τους επιφυλακτικότητα, αφού συνειδητοποίησαν το δεδομένο της κατάληψης της πόλης από τον ελληνικό στρατό, άρχισαν και αυτοί να μετέχουν της γενικής χαράς.
Περιγράφει η Μεταλλινού: «Διερχόμενοι την οδόν Εγνατίας εδέχοντο βροχήν ανθέων, δαφνών, κουφέτων και ζητοκραυγών. Άπαντες οι εξώσται και τα παράθυρα ήσαν υπερπλήρη κόσμου ωσαύτως και οι οδοί κατάμεστοι, παρακωλύοντες την ελευθέραν διέλευσιν των λεβέντηδων. Άπαντες οι στρατιώται καίτοι υποφέροντες εξ υπερκοπώσεως και μεθ’ όλων των πολεμικών εξαρτημάτων επ’ ώμου, ευσταλείς και με το χαμόγελο στα χείλη αντεχαιρέτουν τους πάντας. Όπως ήσαν αξύριστοι, οι δυστυχείς κατάμαυροι εκ του πυρός και του σιδήρου, καταλασπωμένοι και σχεδόν ρακένδυτοι εκ των εχθρικών οβίδων και βλημάτων, κατησπάζοντο καθ’ οδόν πάντας και εδέχοντο τα συγχαρητήρια των κατοίκων. Παραπλεύρως αυτών ευθυτενείς διακρίνοντο οι αξιωματικοί αυτών, οι ανώτεροι αυτών, έφιπποι εχαιρέτων διά της κλίσεως της σπάθης των, το ακράτητον εξ ενθουσιασμού και σχεδόν εκ παραφροσύνης εκ πατριωτισμού πλήθος».
Ο δε ιταλός δημοσιογράφος Μοτέτι αναφέρει ότι στη Θεσσαλονίκη υποδέχθηκε ο κόσμος τον ελληνικό στρατό, όπως υποδέχονται έναν σωτήρα, και συνεχίζει: «Όπου και αν εισήρχετο Έλλην στρατιώτης, σε κατάστημα, σε ξενοδοχείον, σε καφενείον, οι ιδιοκτήται τον υπεδέχοντο εγκαρδιώτατα και του παρείχον πάσαν περιποίησιν αφιλοκερδέστατα».
Τέλος αντιπροσωπευτικό της λαχτάρας όλων των Ελλήνων να συμμετέχουν σε αυτή τη μοναδική εορτή είναι και το δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός» της Θεσσαλονίκης (27/10/1912), που αφορούσε στους στοιχειοθέτες της: «Αύριο θα εξεδίδομεν το ‘Εμπρός’. Αλλ’ οι εργάται στοιχειοθέται μας δεν συγκρατούνται από ενθουσιασμόν και θέλοντες να παρακολουθήσουν την θριαμβευτικήν είσοδον του Στρατού μας δεν εννοούν να εργασθούν. Δεν τους αδικούμεν! Πότε άλλοτε θα δυνηθούν να παρακολουθήσουν το ένα τόσον μέγα εθνικόν και ιστορικόν γεγονός; Δεν μπαίνει τροπαιούχος και νικηφόρος καθ’ εκάστην ο ελληνικός στρατός εις Θεσσαλονίκην. Ας μας συγχωρήσωσιν λοιπόν οι αναγνώσται και ας δικαιολογήσουν επί τέλους και τους στοιχειοθέτας μας δικαίως επιθυμούντες να θεραπεύσωσι μιαν Εθνικήν έφεσιν».
ε. Η είσοδος του βασιλέως Γεωργίου στην πόλη
Από το πρωί της Δευτέρας 29 Οκτωβρίου άρχισαν οι προετοιμασίες για την υποδοχή του βασιλέως Γεωργίου. Η άμαξα έφτασε στο σιδηροδρομικό σταθμό Μοναστηρίου κατά τις 10.30 π.μ. Εύζωνοι, ιππείς και στρατός ήταν παρατεταγμένοι στο σιδηροδρομικό σταθμό αλλά και εκατέρωθεν των πεζοδρομίων, σε κάθε οδό απ’ όπου θα περνούσε η πομπή παρά τη συνεχόμενη και ορμητική βροχή. Με την άφιξη της αμαξοστοιχίας, που έφερε το βασιλέα, η στρατιωτική μουσική παιάνισε τον εθνικό ύμνο υπό τα χειροκροτήματα του συγκεντρωμένου πλήθους. Τον Γεώργιο ανέμεναν ο διάδοχος με τους πρίγκιπες, οι μητροπολίτες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, οι επιτελείς αξιωματικοί, οι μέραρχοι, ο κοινοτικός αντιπρόσωπος και διευθυντής της εφημερίδας «Νέας Αλήθειας» Ιωάννης Κούσκουρας, οι ελληνικές αρχές της πόλης, τοπικοί άρχοντες και κάποιοι πρόξενοι. Ο βασιλέας, αφού επιθεώρησε τμήμα ευζώνων, έφιππος, ηγήθηκε στρατιωτικής πομπής έχοντας στο πλάι του το διάδοχο. Προηγούταν και επόταν ύλη ιππικού. Η πομπή διέσχισε την οδό 26ης Οκτωβρίου, πέρασε από το Βαρδάρι, την Εγαντία, τη Σαμπρί πασά (σημερινή Βενιζέλου), την παραλιακή και κατέληξε στο πεδίο του Άρεως (σημερινό Γ’ Σώμα Στρατού). Όλα τα παράθυρα και τα μπαλκόνια σε κάθε σημείο της διαδρομής ήταν γεμάτα από κόσμο που έφερε ελληνικές σημαίες και έραινε με άνθη τον έλληνα ηγέτη. Αναφέρει χαρακτηριστικά η Μεταλλινού: «Ο ενθουσιασμός ο καταλαβών το πλήθος ήτο ανώτερος πάσης περιγραφής. Σημαίαι εσείοντο διαρκώς, πίλοι ερρίπτοντο εις τον αέρα και χειροκροτήματα ατελεύτητα μετά ζητοκραυγών εδόνουν τον αέρα, επί τη θέα του Βασιλέως, όστις εχαιρέτα στρατιωτικώς τους πάντας μειδιών».
Την ώρα που η πομπή περνούσε από το Λευκό Πύργο, υψώθηκε η ελληνική σημαία, η οποία χαιρετίστηκε με 21 κανονιοβολισμούς. Κατά το γνωστό συγγραφέα και ιστοριοδίφη της πόλης μας Γιάννη Μέγα την έπαρση της σημαίας ανέλαβε ο τότε αξιωματικός, μετέπειτα υπουργός, Αλέξανδρος Ζάννας κατά περιγραφή του ιδίου. Η περιγραφή όμως του Ζάννα είναι ασαφής, διότι μνημονεύει το πρωινό της εισόδου του βασιλέως και της βασιλικής οικογένειας στην πόλη μεν, γεγονός που παραπέμπει στην 29η Οκτωβρίου, στη συνέχεια όμως αναφέρεται σε χρονική περίοδο 36 ωρών ελληνικής κατοχής της πόλης, στοιχείο που παραπέμπει στην 28η Οκτωβρίου. Σύμφωνα επίσης με όσα ο ίδιος καταμαρτυρεί ανέβηκε στο Λευκό Πύργο και είδε πως οι Τούρκοι είχαν αφαιρέσει το σκοινί από τον ιστό. Βρέθηκε από τα τριγύρω καράβια ένας μούτσος, ο οποίος παρά το επικίνδυνο του εγχειρήματος ανέβηκε στον ιστό με επιτηδειότητα και ταχύτητα και πέρασε το σχοινί. Εφόσον η σημαία είχε υψωθεί, όπως είναι και το πιο πιθανόν για πρώτη φορά στις 28 Οκτωβρίου, στις 7 το πρωί, κατόπιν εντολής του διαδόχου, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η απώλεια του σχοινιού από τον ιστό θα γινόταν αντιληπτή τότε για πρώτη φορά. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν ο Ζάννας είχε συμβολή στην ανύψωση της σημαίας, αυτή όμως αφορά την πρώτη φορά, στις 28 του μήνα. Δεν πρέπει τέλος να αγνοήσουμε αυτά που καταθέτει η Μεταλλινού, ότι στις 29 του μήνα ο εθνικός μας ποιητής Σπύρος Ματσούκας, εμψυχωτής και μαχητής των πεδίων των μαχών, ανύψωσε στον ιστό του Λευκού Πύργου την κυανόλευκο.
Ο βασιλέας εγκαταστάθηκε στον «πατριαρχικόν οίκον» του Περικλή Χατζηλαζάρου επί της λεωφόρου των Εξοχών (σημερινή Βασιλίσσης Όλγας).
Χρονικό των γεγονότων
Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 1912

Το τορπιλοβόλο 11 με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση βυθίζει την τουρκική κανονιοφόρο Φετχί Μπουλέντ (Καλή Νίκη) μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Βότσης, επιχειρώντας από τη Σκάλα Ελευθεροχωρίου αργά το βράδυ, εισέρχεται στον οχυρωμένο κόλπο του Θερμαϊκού, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους προβολείς των φρουρίων του Καραμπουρνού. Εντοπίζει το τουρκικό θωρηκτό κατά τις 11.20 μ.μ., εκτοξεύει τρεις τoρπίλες και πλήττει καίρια το λεβητοστάσιο του σκάφους.
Σάββατο 19/Κυριακή 20 Οκτωβρίου 1912
Ελληνική νίκη στη μάχη των Γιαννιτσών, που ανοίγει το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, καθώς αποτελούσε την τελευταία γραμμή άμυνας, απέχοντας μόλις οκτώ ώρες πεζή από τη μακεδονική πρωτεύουσα. Ο ελληνικός στρατός απωθεί δύναμη 30.000 ανδρών του τουρκικού στρατού, οχυρωμένη σε ύψωμα δίπλα στην ομώνυμη λίμνη, και εισέρχεται νικητής στα Γιαννιτσά, ιερή πόλη των μουσουλμάνων κατά την περίοδο εκείνη. Η πόλη παραδίδεται στις φλόγες πλην της χριστιανικής συνοικίας.
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 1912
Μουσουλμανικός όχλος προβαίνει σε θορυβώδεις διαδηλώσεις κατά των χριστιανών και σε λιθοβολισμό των ελληνικών καταστημάτων. Οι ξένοι υπήκοοι προσφεύγουν για προστασία στα προξενεία.
Τετάρτη 24/Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 1912
Ο τουρκικός στρατός της Μακεδονίας διαβαίνει τον Αξιό ποταμό. Σημειωτέον ότι οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες. Το Γενικό Στρατηγείο μετακινείται στην έπαυλη Τόψιν, όπου διεξάγονται διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του τούρκου αρχιστράτηγου Χασάν Ταχσίν πασά για την παράδοση της πόλης. Στις 25 Οκτωβρίου τα ελληνικά στρατεύματα προελαύνουν και καταυλίζονται στην Πέλλα, στους Αγίους Αποστόλους και νοτιοανατολικά στις όχθες του Γαλλικού ποταμού.
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 1912
Άνευ όρων παράδοση της πόλης στον ελληνικό στρατό, ο οποίος αρχίζει την προώθησή του προς αυτήν. Έπειτα από μακρές διαβουλεύσεις με τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ρωσία) ο Ταχσίν πασάς πείθεται να εγκαταλείψει και τις τελευταίες αξιώσεις του για διατήρηση οπλισμού 5.000 τούρκων στρατιωτών. Αργά το βράδυ εισέρχονται στην πόλη οι έλληνες αξιωματικοί Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς και υπογράφουν μαζί με τον τούρκο διοικητή το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης.
Σάββατο 27 Οκτωβρίου 1912
Εισέρχονται στην πόλη ελληνικά τμήματα στρατού. Αιχμαλωτίζονται 25.000 τουρκικού στρατού, ενώ οι περίπου 1.000 αξιωματικοί διατηρούν τα ξίφη τους και αφήνονται ελεύθεροι. Ο μητροπολίτης Γεννάδιος μαζί με τον πρωτοσύγκελο της ιεράς μητροπόλεως μεταβαίνει εις Τόψιν, για να συγχαρεί εκ μέρους της ελληνικής κοινότητας τον ένδοξο στρατηλάτη Κωνσταντίνο και τον ελληνικό στρατό. Ο λοχαγός του πυροβολικού Εξαδάκτυλος (γνωστός Μακεδονομάχος και πρώην υπάλληλος του προξενείου) και ο Ίωνας Δραγούμης υψώνουν την ελληνική σημαία στον ιστό του προξενείου.
Κυριακή 28 Οκτωβρίου 1912
Βουλγαρικά τμήματα υπό το στρατηγό Θεοδορόφ (Todorov) κατευθύνονται προς την πόλη. Οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές ειδοποιούν τα τμήματα αυτά για την κατάληψη της πόλης και παρεμβάλλουν μεταξύ των Βουλγάρων και της πόλης την 7η Μεραρχία. Η 1η Μεραρχία καταφθάνει στην πόλη. O αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη και κατευθύνεται στο διοικητήριο. Υψώνεται η ελληνική σημαία και στη συνέχεια ο διάδοχος με τη συνοδεία του διασχίζει τις οδούς Βαρδαρίου, Αγοράς, Σαμπρή πασά και καταλήγει στο σημαιοστολισμένο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά, όπου ψάλλεται η ευχαριστήρια δοξολογία χοροστατούντος του μητροπολίτη Γενναδίου. Το διάδοχο και τους επισήμους υποδέχονται και καθοδηγούν οι επιφανείς Θεσσαλονικείς και εθνικοί εργάτες Αθ. Μάνος, Γ. Δίβολης και Δ. Κοντορέπας. Υψώνεται η ελληνική σημαία στο Λευκό Πύργο.
Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 1912
Ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α’ καταφθάνει στη Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από το διάδοχο και τους λοιπούς πρίγκιπες. Γνωρίζει την αποθέωση από τους έλληνες κατοίκους έστω και υπό βροχή. Η έφιππη βασιλική ακολουθία διέρχεται την πόλη μέσω της παραλιακής οδού και καταλήγει στην οικία Χατζηλαζάρου, που θα χρησιμοποιούταν ως βασιλική κατοικία και φρουρούταν από την ανακτορική φρουρά. Στρατιωτικός διοικητής ορίζεται ο πρίγκιπας Νικόλαος. Παράλληλα την ίδια ημέρα κατόπιν αδείας βουλγαρικός στρατός υπό το στρατηγό Θεοδορόφ (Todorov) μαζί με το διάδοχο Βορίδα (Boris) και τον πρίγκιπα Κύριλλο (Cyril) εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη. Εκτός του βουλγαρικού εισέρχεται στην πόλη και ελάχιστος σερβικός στρατός. Το μεγαλύτερο τμήμα των βουλγαρικών μονάδων αναχωρεί πέντε ημέρες αργότερα.
Τρίτη 30 Οκτωβρίου 1912
Εξ Αθηνών εισέρχεται στην πόλη με το ατμόπλοιο «Αρκαδία» ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης ο μακεδόνας υπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Ρακτιβάν και διορίζεται γενικός διοικητής των καταληφθεισών χωρών. Συνοδεύεται από επιτελείο ανώτερων διοικητικών, δικαστικών, οικονομικών και διπλωματικών υπαλλήλων για την αντιμετώπιση τοπικών διοικητικών θεμάτων. Μαζί του αφικνούνται και 168 άνδρες της Κρητικής Χωροφυλακής με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Ανδρέα Μομφεράτο, επιφορτισμένοι με το έργο της τήρησης της τάξης και της ασφάλειας στην πόλη.


Δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής» στις 23 Οκτωβρίου 2016