Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης, Καθηγητής Ποινικού Δικαίου – Δικηγόρος Αθηνών
ΠΡΟΪΔΕΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΙΑΣΤΙΚΟΥΣ:
Ο σκληρός πατερναλισμός υπάρχει εκεί όπου, σε έναν νοερό διάλογο με τα όργανα του κρατικού Λεβιάθαν, ο πολίτης θα αντιδρούσε με την φράση «μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου, γούστο μου και καπέλο μου τι θα κάνω με την υγεία μου και την ζωή μου – εδώ κάνω κουμάντο εγώ, εσύ μόκο».
Ένα νέο παράδειγμα σκληρού πατερναλισμού αυτής της άθλιας κυβέρνησης προέκυψε από την διαχείριση του θανάτου μετά την σιδηροδρομική συμφορά στα Τέμπη. Πρόκειται για την απαγόρευση οπτικής επαφής των συγγενών «με τους ανθρώπους που δεν ζουν πια, ώστε η κατάσταση να είναι λιγότερο ψυχοφθόρα για εκείνους».
Στις 2.3.2023 η Υφυπουργός Υγείας κ. Μ. Γκάγκα δήλωσε ειδικότερα: «Εάν [οι συγγενείς] έχουν κάποιον νεκρό, καλό είναι να τον θυμούνται γερό και καλά»!
Η μισάνθρωπη αυτή απόφαση αποδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η παρούσα κυβέρνηση, φορώντας την ψυχοπονιάρικη μάσκα του φιλανθρωπίας, αρνείται να αναγνωρίσει στους πολίτες την ωριμότητα και την επάρκεια να σταθμίσουν μόνοι τους, με βάση τα δικά τους κριτήρια, τι είναι περισσότερο ψυχωφελές γι’ αυτούς: να πουν στον άνθρωπό τους το ύστατο χαίρε, αντικρίζοντάς τον για τελευταία φορά έστω παραμορφωμένο/διαμελισμένο, ή να προτιμήσουν να τον κρατήσουν στην μνήμη τους όπως ήταν ζωντανός;
Το πώς θα διαχειρισθεί ο χαροκαμένος πολίτης το τραγικό, συναισθηματικό του δίλημμα σε μια τόσο ευαίσθητη και οριακή στιγμή είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση και στο κράτος δεν (πρέπει να) πέφτει κανένας λόγος.
Αν το κράτος τολμήσει να μπει σε αυτά τα πολύ προσωπικά χωράφια του πολίτη (η Νέα Δικτατορία, διά της κ. Γκάγκα, το τόλμησε ήδη!), τότε αποδεικνύει ότι έχει μεταπέσει σε ένα στυγνό ολοκληρωτικό καθεστώς.
Με βάση όσα γράφει ο Τζων Στιούαρτ Μιλ στην πραγματεία του «Περί ελευθερίας» (“On Liberty”, 1859) θα έπρεπε να είναι προφανές ότι τέτοιοι βιοεξουσιαστικοί χειρισμοί εκ μέρους της κυβέρνησης παραβιάζουν καταφανώς τον θεμελιώδη κανόνα μιας φιλελεύθερης πολιτείας, σύμφωνα με τον οποίο ουδείς έχει το δικαίωμα να λέει σε έναν ενήλικο πώς πρέπει να χειριστεί τα αισθήματά του απέναντι στον θάνατο και τους νεκρούς.
Ας συνειδητοποιήσουμε ποια είναι η ταυτότητα των πολιτικών που μας κυβερνούν κι ας αντιδράσουμε με τα λόγια του Καντ:
Δεν χρειαζόμαστε μια πατρική-δεσποτική κυβέρνηση που αντιμετωπίζει τους υπηκόους της σαν ανώριμα παιδιά, αλλά μια πατριωτική κυβέρνηση (imperium non paternale, sed patrioticum) που απευθύνεται σε ανθρώπους άξιους για δικαιώματα.
Δεν χρειαζόμαστε άλλους αυταρχικούς Κρέοντες, αλλά έχουμε ανάγκη από ανυπάκουες στην τυραννική εξουσία Αντιγόνες.
Οι Ρωμαίοι νομομαθείς συνόψιζαν τις βάσεις της νομικής επιστήμης σε τρεις αρχές:
honeste vivere (έκαστος θα πρέπει να ζει εντίμως)
neminem laedere (να μη βλάπτει κανέναν)
suum cuique tribuere (να έχει ό,τι του ανήκει)
Εξ αντιδιαστολής προς την δεύτερη αρχή συνάγεται το επιτρεπτό της αυτοπροσβολής:
Ενώ ο πολίτης πρέπει να αποφεύγει να θέτει σε κίνδυνο ή, κατά μείζονα λόγο, να βλάπτει τα συμφέροντα των τρίτων, έναντι του εαυτού του είναι ελεύθερος να συμπεριφέρεται όπως επιθυμεί.
Έτσι, ο ιππότης Ντελόρζ που είναι ερωτευμένος με την δεσποσύνη Κονιγόνδη, αν πάει να πιάσει το γάντι της, το οποίο εκείνη έριξε ανάμεσα σε ένα λιοντάρι και μια τίγρη, ώστε να διατρανώσει τον έρωτά του γι’ αυτήν πιστοποιώντας το ηρωικό του φρόνημα, θα έχει φάει μόνος του το κεφάλι του, σε περίπτωση που τον κατασπαράξουν τα άγρια ζώα.
Παρότι η Κονιγόνδη ήταν εκείνη που προκάλεσε τον Ντελόρζ να πάει να της πιάσει το γάντι, ο ιππότης ετέθη σε αυτοδιακινδύνευση, αποδεχόμενος ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση των διαστάσεων του κινδύνου την πρόκληση της δεσποσύνης.
Την διάστιξη ανάμεσα στην απαγορευμένη ετεροπροσβολή (harm to others) και στην επιτρεπτή αυτοπροσβολή (harm to self) είχε σκιαγραφήσει ο Βρετανός φιλόσοφος Τζων Στιούαρτ Μιλ στην περίφημη πραγματεία του «Περί ελευθερίας»:
«Το γεγονός ότι ζούμε στα πλαίσια μιας κοινωνίας επιβάλλει να έχει καθένας μας την υποχρέωση να τηρεί μια ορισμένη γραμμή συμπεριφοράς προς τους άλλους. […] Δεν πρέπει να βλάπτονται τα συμφέροντα των άλλων, ή μάλλον ορισμένα συμφέροντα που, λόγω κάποιας ρητής νομικής διάταξης ή κάποιας σιωπηρής συμφωνίας, πρέπει να θεωρούνται δικαιώματα. [...] Από τη στιγμή που οποιαδήποτε πλευρά της συμπεριφοράς ενός ατόμου θίγει τα συμφέροντα των άλλων, περιέρχεται στη δικαιοδοσία της κοινωνίας, και τότε τίθεται το ερώτημα κατά πόσο προωθείται ή δεν προωθείται η γενική ευημερία με την επέμβαση της κοινωνίας σ’ αυτήν την συμπεριφορά».
Αντιθέτως:
«Δεν υπάρχουν περιθώρια για να τεθεί τέτοιο ερώτημα, όταν η συμπεριφορά του ατόμου δεν θίγει παρά μόνο τα δικά του συμφέροντα ή όταν θίγει τα συμφέροντα των άλλων, εφόσον το επιθυμούν (σ’ αυτή την περίπτωση, όλοι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να είναι ενήλικοι και με το συνηθισμένο επίπεδο αντίληψης). Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο πρέπει να έχει απόλυτη νομική και κοινωνική ελευθερία να ενεργεί και να υφίσταται τις συνέπειες».
Και καταλήγει ο Μιλ:
«Κανένας [...] –είτε πρόκειται για ένα είτε για πολλά άτομα– δεν έχει το δικαίωμα να πει σ’ έναν άλλο (που είναι φυσικά ενήλικος) ότι δεν πρέπει, για το δικό του καλό, να χειριστεί τη ζωή του όπως επέλεξε να τη χειριστεί. Για την προσωπική του ευημερία, περισσότερο απ’ όλους, ενδιαφέρεται αυτός ο ίδιος: το ενδιαφέρον που μπορεί να έχουν για την ευημερία του οι άλλοι (με εξαίρεση τις στενές προσωπικές σχέσεις) είναι μηδαμινό εν συγκρίσει με το δικό του. [...] Και ο πιο συνηθισμένος άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα), όσον αφορά τα αισθήματα και τις περιστάσεις του, έχει γνώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες που μπορεί να έχει οποιοσδήποτε άλλος».
Επιτρεπτή αυτοπροσβολή σημαίνει ατομική ευθύνη:
Για το κακό που απειλήθηκε ή επήλθε σε βάρος του ριψοκίνδυνου πολίτη ευθύνεται ο ίδιος ατομικά (και αποκλειστικά), εφόσον βεβαίως ήταν σε θέση να εκτιμήσει επαρκώς και χωρίς σημαντικές εξωτερικές πιέσεις την επικινδυνότητα του επίμαχου εγχειρήματος.
Με κάποιες θεσπισμένες εξαιρέσεις, κατά κανόνα ήπιου πατερναλισμού (βλ. π.χ. το αξιόποινο της συμμετοχής σε αυτοκτονία και της ανθρωποκτονίας κατ’ απαίτηση – και στις δύο περιπτώσεις το θύμα θεωρείται ότι βρίσκεται σε ευάλωτη θέση), ενίοτε όμως και σκληρού (βλ. π.χ. το αξιόποινο του χρήστη ναρκωτικών ουσιών), η αυτοπροσβλητική συμπεριφορά καθώς και η συμμετοχή του τρίτου σε αυτήν είναι πράξεις νομικώς αδιάφορες, δεδομένου ότι ο παθών είναι εκείνος που «τα ΄θελε και τα ΄παθε», βάζοντας το κεφάλι του στον ντορβά.
Ενώ, λοιπόν, μέχρι να κηρυχθεί η πανδημία του κορωνοϊού, κυριαρχούσε η προμνημονευθείσα φιλελεύθερη αντίληψη, από την στιγμή που ξεκίνησε η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης άρχισε να πνέει ολοένα και συχνότερα ένας σκληρά πατερναλιστικός άνεμος:
το κράτος-πατερούλης, αδιαφορώντας για την αυτονομία του πολίτη και τις ατομικές του επιλογές, έδειχνε ότι έχει την ροπή να επιβάλλει σε αυτόν ό,τι εκείνο θεωρούσε ότι ήταν «για το καλό του», με άλλα λόγια «για την ασφάλειά του».
Τα ίχνη του σκληρού πατερναλισμού ήταν επί παραδείγματι ορατά σε προπαγανδιστικά συνθήματα για την τέλεση ιατρικών πράξεων, όπως η μασκοφορία και ο εμβολιασμός, που συνοδεύονταν εν μέρει από αυτοπροστατευτικές νουθεσίες («φοράμε μάσκα» ή «εμβολιαζόμαστε» όχι μόνο για να προστατεύσουμε τους γύρω μας αλλά και τον εαυτό μας), ή στην στοχοποίηση όσων είχαν μολυνθεί με κορωνοϊό και αρνούνταν να υποβληθούν σε διασωλήνωση.
Σε κάποια φαρμακεία βλέπουμε σήμερα να είναι αναρτημένες κάποιες αφίσες με τα εξής συνθήματα:
«ΕΜΒΟΛΙΑΣΟΥ. Φρόντισε την υγεία σου. Προστάτεψε τους άλλους.
Το αντιγριπικό εμβόλιο είναι ο καλύτερος τρόπος για να προστατεύσεις εσένα και τους γύρω σου από τη γρίπη.
Το αν θα αποφασίσω, όμως, να προστατεύσω τον εαυτό μου εμβολιαζόμενος είναι δικό μου θέμα και όχι του κράτους.
Ας κρατήσουμε στο μυαλό μας τον ακόλουθο κανόνα:
Ο σκληρός πατερναλισμός υπάρχει εκεί όπου, σε έναν νοερό διάλογο με τα όργανα του κρατικού Λεβιάθαν, ο πολίτης θα αντιδρούσε με την φράση «μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου, γούστο μου και καπέλο μου τι θα κάνω με την υγεία μου και την ζωή μου – εδώ κάνω κουμάντο εγώ, εσύ μόκο».
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα σκληρού πατερναλισμού προέκυψε από την διαχείριση του θανάτου μετά την σιδηροδρομική συμφορά στα Τέμπη. Πρόκειται για την απαγόρευση οπτικής επαφής των συγγενών «με τους ανθρώπους που δεν ζουν πια, ώστε η κατάσταση να είναι λιγότερο ψυχοφθόρα για εκείνους». Στις 2.3.2023 η Υφυπουργός Υγείας κ. Μ. Γκάγκα δήλωσε ειδικότερα:
«Εάν έχουν κάποιον νεκρό, καλό είναι να τον θυμούνται γερό και καλά»!
Η μισάνθρωπη αυτή απόφαση αποδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει υιοθετήσει ένα απαράδεκτο, σκληρά πατερναλιστικό προφίλ, καμουφλαρισμένο με την ψυχοπονιάρικη μάσκα του φιλανθρωπίας, αφού αρνείται να αναγνωρίσει στους πολίτες την ωριμότητα και την επάρκεια να σταθμίσουν μόνοι τους, με βάση τα δικά τους κριτήρια, τι είναι περισσότερο ψυχωφελές γι’ αυτούς: να πουν στον άνθρωπό τους το ύστατο χαίρε, αντικρίζοντάς τον για τελευταία φορά έστω παραμορφωμένο/διαμελισμένο, ή να προτιμήσουν να τον κρατήσουν στην μνήμη τους όπως ήταν ζωντανός;
Το πώς θα διαχειρισθεί ο χαροκαμένος πολίτης το τραγικό, συναισθηματικό του δίλημμα σε μια τόσο ευαίσθητη και οριακή στιγμή είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση και στο κράτος δεν (πρέπει να) πέφτει κανένας λόγος.
Αν το κράτος νομιμοποιείται να χειραγωγεί τα αισθήματα των πολιτών απέναντι στον θάνατο και στους νεκρούς, απαγορεύοντας προληπτικά, «για το καλό τους», την θέαση των συγγενικών σορών, τότε είναι ενδεχόμενο να πληροφορηθούμε προσεχώς ότι εξεδόθη μια τραγελαφική ΚΥΑ, σύμφωνα με την οποία θα απαγορεύεται το άνοιγμα του φερέτρου κατά την τέλεση της εξόδιας ακολουθίας, προκειμένου να αποφευχθούν οι λιποθυμίες ή, ακόμη χειρότερα, οι καρδιακές προσβολές εξαιτίας της μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης από την θέα του κεκοιμημένου.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Μιλ στο προαναφερθέν χωρίο από την περί ελευθερίας πραγματεία του, θα έπρεπε να είναι προφανές ότι τέτοιοι χειρισμοί εκ μέρους της κυβέρνησης παραβιάζουν καταφανώς τον θεμελιώδη κανόνα μιας φιλελεύθερης πολιτείας, σύμφωνα με τον οποίο ουδείς έχει το δικαίωμα να λέει σε έναν ενήλικο πώς πρέπει να χειριστεί τα αισθήματά του, αφού ως προς αυτά ισχύει ότι:
«και ο κοινότατος άνθρωπος […] είναι ασυγκρίτω τω λόγω σοφώτερος ή άλλος τις οιοσδήποτε».
Όποιοι συγγενείς των νεκρών δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα το πατερναλιστικό φιρμάνι της κ. Γκάγκα, η οποία τους αντιμετώπισε σαν να βρίσκονται σε νηπιακή ηλικία, στερούμενοι της ικανότητας έλλογης διαχείρισης των πολύ προσωπικών στιγμών τους, εξ αυτού δε του λόγου χρήζουν τάχα καθοδηγήσεως από τους «ειδικούς» της ιατρικής επιστήμης, διέπραξαν κατά τον Μιλ ένα ολέθριο σφάλμα:
«Όλα τα σφάλματα που είναι πιθανό να διαπράξει ένας πολίτης, παρά τις συμβουλές και τις προειδοποιήσεις, είναι ασήμαντα εν συγκρίσει με ένα ολέθριο, πράγματι, σφάλμα: να επιτρέψει, δηλαδή, στους άλλους να του επιβάλουν αυτό που εκείνοι κρίνουν ότι είναι το καλό του».
Πάντως, η απαγόρευση θέασης των συγγενικών σορών ήταν μια εξέλιξη αναμενόμενη με βάση την φρικαλέα διαχείριση της ταφής των νεκρών που πέθαναν από ή με κορωνοϊό. Αφ’ ης στιγμής οι πολίτες δέχθηκαν αγόγγυστα να απολέσουν το αναφαίρετο δικαίωμα να θάψουν τους νεκρούς τους με τις τιμές που τους αξίζουν, οι κυβερνητικοί βιοεξουσιαστές γνώριζαν ότι μπορούσαν να επεκτείνουν την κτηνωδία τους και με άλλη αφορμή.
Ποιος να μας έλεγε ότι στον 21ο αιώνα θα ζούσαμε στο πετσί μας την σύγχρονη εκδοχή του αυταρχικού Κρέοντα, που, απαγορεύοντας την ταφή του Πολυνείκη, δεν ενήργησε ως ηγέτης αλλά ως δεσπότης, ο οποίος καταλύει την νομιμότητα της εξουσίας με ένα αυθαίρετο διάταγμα!
Δυστυχώς, εν έτει 2023, γνωρίζουμε πλέον ότι αφθονούν οι Κρέοντες, αλλά τείνει να εξαλειφθεί το είδος της ανυπάκουης στην τυραννική εξουσία Αντιγόνης. Το είδος της φαίνεται πως έχει αντικατασταθεί από το αντιπρότυπο του οσφυοκάμπτη ή/και βρεφοποιημένου πολίτη, παθητικού θεατή των έργων ενός ολοκληρωτικού (κομψότερα: μεταδημοκρατικού) καθεστώτος, που δεν έχει κανέναν ανασχετικό φραγμό να ασχημονεί ακόμη και κατά των νεκρών, μη σεβόμενο ούτε τα ιερά ούτε τα όσια.
Όπως, όμως, έλεγε ο Καντ:
Δεν χρειαζόμαστε μια πατρική-δεσποτική κυβέρνηση που αντιμετωπίζει τους υπηκόους της σαν ανώριμα παιδιά, αλλά μια πατριωτική κυβέρνηση (imperium non paternale, sed patrioticum) που απευθύνεται σε ανθρώπους άξιους για δικαιώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου