17 είχε ο Νοέμβρης και τότε, 1968.
17 είχε ο Νοέμβρης και τότε, 1968.Στην αίθουσα του Στρατοδικείου Αθηνών, το πρωί της 17η Νοεμβρίου 1968, ο 29χρονος τότε Αλέξανδρος Παναγούλης στέκεται όρθιος στο εδώλιο του κατηγορουμένου και ακούει τη θανατική καταδίκη του. Δις εις θάνατον ήταν η απόφαση για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου. «Το κύκνειο άσμα κάθε γνήσιου αγωνιστή είναι ο επιθανάτιος ρόγχος μπροστά στα πολυβόλα του αποσπάσματος», ήταν η απάντησή του. Ο λόγος που δεν εκτελέστηκε ήταν ένας: η διεθνής κατακραυγή, που ξεσηκώθηκε μπροστά στο ενδεχόμενο να θανατωθεί ένας σύγχρονος Αρμόδιος ή Αριστογείτονας. Αυτός που στις 13 Αυγούστου 1968 αποπειράθηκε να σκοτώσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης περιφρονούσε τον θάνατο. Λίγες μέρες πριν, με την απολογία του στο Στρατοδικείο, είχε πει απευθυνόμενος στους δικαστές του, ότι το κύκνειο άσμα κάθε γνήσιου αγωνιστή είναι ο επιθανάτιος ρόγχος μπροστά στα πολυβόλα του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Η απολογία του ίσως αποτελεί το ωραιότερο ποίημα του Παναγούλη, ο οποίος, εκτός από μαχητής πολιτικός, υπήρξε και ποιητής.
Οταν επιβλήθηκε η χούντα στις 21 Απριλίου 1967 ο Αλέκος Παναγούλης, υπηρετούσε τη θητεία του στη Βέροια. Ξαφνικά, άρχισε να παριστάνει τον παράφρονα. «Γιατί δεν κάθεσαι Παναγούλη;» τον ρωτούσαν οι ανώτεροί του. «Γιατί είμαι ο Ακάθιστος Υμνος» απαντούσε. Μετήχθη στη Θεσσαλονίκη για ψυχιατρική εξέταση, όπου «επείσθη» τελικά να καθήσει. Κατά την επιστροφή του στη μονάδα του λιποτάκτησε, αδίκημα που λόγω της ισχύος του στρατιωτικού νόμου ετιμωρείτο με θάνατο. Γνωστός για τους δημοκρατικούς του αγώνες πριν από τη δικτατορία, δραπέτευσε κυνηγημένος για την Κύπρο και στη συνέχεια, με τη βοήθεια του αγαπημένου φίλου και συναγωνιστή του υπουργού στην κυβέρνηση Μακαρίου Πολύκαρπου Γεωργκάτζη, κατάφερε να διαφύγει στην Ευρώπη. Οταν επέστρεψε -κρυφά φυσικά- στην Ελλάδα οργάνωσε με τους συντρόφους του απόπειρα δολοφονίας του επικεφαλής της χούντας, Γεωργίου Παπαδόπουλου.
Ο Παναγούλης, ακολουθώντας το κλασικό παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, θεωρούσε ότι ο «αποκεφαλισμός» του καθεστώτος πριν προλάβει να εδραιώσει την κυριαρχία του θα οδηγούσε στην κατάρρευσή του. Το θέμα της Κύπρου επιπλέον το ήξερε καλά, τις εξελίξεις τις προέβλεπε, ήθελε επίσης να προλάβει την τραγωδία που έξι χρόνια μετά ακολούθησε. Στις 13 Αυγούστου 1968 έστησε ενέδρα με εκρηκτικό μηχανισμό στο 31ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Αθηνών - Σουνίου (Βάρκιζα), περιμένοντας την αυτοκινητοπομπή του Παπαδόπουλου. Για τεχνικούς λόγους όμως, η έκρηξη δεν σκοτώνει τον δικτάτορα. Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται επί τόπου και η ενέργειά του αποδοκιμάζεται από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο της εποχής, εκτός του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος την επικροτεί (παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν και παρέμειναν τεταμένες, αν όχι ψυχρές).
Οδηγείται στο ΕΑΤ ΕΣΑ και βασανίζεται άγρια από τους Θεοφιλογιαννάκο, Μάλλιο και Μπάμπαλη. Δεν λυγίζει. Ο ίδιος απολογούμενος στο Στρατοδικείο θα πει:
«Η ανάκρισις ήρχισε κλιμακουμένη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραυδισμών μέχρις και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Δεν αποδέχομαι την βίαν ως μέσον ούτε την πολιτικήν δολοφονίαν, αλλά εις την προκειμένην περίπτωσιν διά να αλλάξη η κατάστασις η οποία μας επεβλήθη διά της βίας, μόνον διά της βίας ημπορεί να αλλάξη. Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. Αλλοι έρχονται μετά από εμάς. Δεν υποχωρώ διότι γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος, παρά ενώπιον μιας τυραννίας, και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
Για τη στάση που τήρησε κατά την ανάκριση μίλησε ύστερα από μερικά χρόνια ένας από τους βασανιστές του, ο Θεοφιλογιαννάκος. Μίλησε στη δίκη των βασανιστών, στο πλαίσιο μιας εμετικής απολογίας:
«Ο Παναγούλης ήταν ο μόνος που δεν λύγισε ποτέ. Ο υπ αριθμόν ένα αντιστασιακός. Οταν του είπα πως εγώ θα τον βοηθήσω να διαφύγει, αρκεί να πάει στο εξωτερικό και να μας αφήσει ήσυχους, μου απάντησε: "Λάθος πόρτα χτύπησες, Θεοφιλογιαννάκο. Ο Παναγούλης θα δραπετεύσει και θα βγει". Αυτός είναι αντιστασιακός».
Ο ίδιος ο Ιωαννίδης τον επισκέφτηκε στο κελί του. Εκτός εαυτού φώναξε:
«Εγώ θα σε τουφεκίσω, Παναγούλη».
Για να πάρει την απάντηση:
«Δεν έχεις αρχ...».
Συγκατηγορούμενοί του στη δίκη ήταν οι Λευτέρης Βερυβάκης, Γιάννης Κλωνιζάκης, Νίκος Λεκανίδης, Νίκος Ζαμπέλης, Γιώργος Ελευθεριάδης, Γιώργος Αβράμης, Στάθης Γιώτας, Αρτέμης Κλωνιζάκης, Τζάννος Βαλασέλης, Αντώνης Πρίντεζης, Δημήτρης Τιμογιαννάκης, Αλέξανδρος Σιγάλας, Βασίλης Αναστασόπουλος και Μιχάλης Παπούλας.
Η απολογία του Αλέξανδρου Παναγούλη συγκλόνισε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, καθώς οι ανταποκριτές των ξένων μέσων ενημέρωσης στην Αθήνα δεν υπόκειντο σε λογοκρισία. Στην αρχή της διαδικασίας, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου κάλεσε τον «στρατιώτη Παναγούλη Αλέξανδρο» να δηλώσει αν δέχεται ή αρνείται την ενοχή του, εκείνος πέταξε τον μπερέ που βιαίως του είχαν φορέσει οι βασανιστές του και απάντησε ότι αρνείται να υπηρετεί τον στρατό που πρόδωσε την πατρίδα. Από κατηγορούμενος, μετατράπηκε σε κατήγορο. Δικαιολόγησε την απόπειρα τυραννοκτονίας ως εξής: «Πιστεύω στον διάλογο και τη δημοκρατική αντιπαράθεση των ιδεών. Πιστεύω στην ειρηνική επίλυση των πολιτικών διαφορών. Και όταν υπάρχει έστω και η ελάχιστη δυνατότητα ειρηνικής διεξόδου... τότε η βία είναι απαράδεκτη. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι... όταν μια κατάσταση ανερχόμενη διά της βίας εδραιώνεται, όταν κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης αυτής της κατάστασης αποδεικνύεται περιττή, διά της βίας επιδιώκεται η ανατροπή της». Γνωρίζοντας ότι θα καταδικαστεί, προκάλεσε ρίγη στο ακροατήριο με τη δήλωση πως «το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος μιας τυραννίας και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
Καταδικάστηκε τελικά «δις εις θάνατον», αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε ποτέ, λόγω των πιέσεων που δέχθηκε ο Παπαδόπουλος από σύσσωμη τη διεθνή κοινή γνώμη. Το πρωτοφανές και ανεπανάληπτο για πολιτικό κρατούμενο γεγονός ότι κινητοποιήθηκαν ταυτόχρονα για να τον σώσουν προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Γαλλίας, ο καγκελάριος της Γερμανίας, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο γ.γ. του ΟΗΕ και ο Πάπας της Ρώμης καταδεικνύει ότι ο Παναγούλης πέτυχε τον στόχο του να στρέψει τα βλέμματα του κόσμου στο ελληνικό δράμα. Ο ίδιος πάντως οδηγήθηκε στη φυλακή και υπέστη τρεις φορές το μαρτύριο της εικονικής εκτέλεσης. Την τρίτη φορά είπε στους βασανιστές του ότι «στερούνται ανδρικών αδένων για να τον εκτελέσουν».
Τα μαρτύρια που υπέστη ξεπερνούν και την πλέον διεστραμμένη φαντασία: «μαστιγώσεις με καλώδια και συρματόσκοινα σε όλο το κορμί - χτυπήματα με κλομπ στα πέλματα των ποδιών - χτυπήματα με σίδερα στο στήθος και τα πλευρά - εγκαύματα με τσιγάρο στα χέρια και τα γεννητικά όργανα - πέρασμα βελόνας από ευάγωγο μέταλλο στην ουρήθρα και θέρμανσή του με αναπτήρα - απόφραξη των αναπνευστικών οδών μέχρι ασφυξίας - χτυπήματα του κεφαλιού στους τοίχους και το πάτωμα - στέρηση ύπνου». Ποτέ δεν κατονόμασε τους συντρόφους του όμως, ούτε και ζήτησε χάρη ή επιείκεια. Αποπειράθηκε να δραπετεύσει τρεις φορές. Την πρώτη φορά, απέδρασε -μαζί με τον γενναίο στρατιώτη Γιώργο Μωράκη που από “δεσμοφύλακας” έγινε μαρτυρικός συναγωνιστής του Αλέξανδρου- αλλά προδόθηκε, τις άλλες δύο απέτυχε.
Το κελί που έφτιαξαν ειδικά γι αυτόν στο Μπογιάτι ήταν κάτι σαν αντίγραφο τάφου. Πέρασε 4,5 χρόνια «εντοιχισμένος» επιχειρώντας 25 απεργίες πείνας προκειμένου να διεκδικήσει τα δικαιώματά του ως κρατούμενος.
Οταν επιβλήθηκε η χούντα στις 21 Απριλίου 1967 ο Αλέκος Παναγούλης, υπηρετούσε τη θητεία του στη Βέροια. Ξαφνικά, άρχισε να παριστάνει τον παράφρονα. «Γιατί δεν κάθεσαι Παναγούλη;» τον ρωτούσαν οι ανώτεροί του. «Γιατί είμαι ο Ακάθιστος Υμνος» απαντούσε. Μετήχθη στη Θεσσαλονίκη για ψυχιατρική εξέταση, όπου «επείσθη» τελικά να καθήσει. Κατά την επιστροφή του στη μονάδα του λιποτάκτησε, αδίκημα που λόγω της ισχύος του στρατιωτικού νόμου ετιμωρείτο με θάνατο. Γνωστός για τους δημοκρατικούς του αγώνες πριν από τη δικτατορία, δραπέτευσε κυνηγημένος για την Κύπρο και στη συνέχεια, με τη βοήθεια του αγαπημένου φίλου και συναγωνιστή του υπουργού στην κυβέρνηση Μακαρίου Πολύκαρπου Γεωργκάτζη, κατάφερε να διαφύγει στην Ευρώπη. Οταν επέστρεψε -κρυφά φυσικά- στην Ελλάδα οργάνωσε με τους συντρόφους του απόπειρα δολοφονίας του επικεφαλής της χούντας, Γεωργίου Παπαδόπουλου.
Ο Παναγούλης, ακολουθώντας το κλασικό παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, θεωρούσε ότι ο «αποκεφαλισμός» του καθεστώτος πριν προλάβει να εδραιώσει την κυριαρχία του θα οδηγούσε στην κατάρρευσή του. Το θέμα της Κύπρου επιπλέον το ήξερε καλά, τις εξελίξεις τις προέβλεπε, ήθελε επίσης να προλάβει την τραγωδία που έξι χρόνια μετά ακολούθησε. Στις 13 Αυγούστου 1968 έστησε ενέδρα με εκρηκτικό μηχανισμό στο 31ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Αθηνών - Σουνίου (Βάρκιζα), περιμένοντας την αυτοκινητοπομπή του Παπαδόπουλου. Για τεχνικούς λόγους όμως, η έκρηξη δεν σκοτώνει τον δικτάτορα. Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται επί τόπου και η ενέργειά του αποδοκιμάζεται από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο της εποχής, εκτός του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος την επικροτεί (παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν και παρέμειναν τεταμένες, αν όχι ψυχρές).
Οδηγείται στο ΕΑΤ ΕΣΑ και βασανίζεται άγρια από τους Θεοφιλογιαννάκο, Μάλλιο και Μπάμπαλη. Δεν λυγίζει. Ο ίδιος απολογούμενος στο Στρατοδικείο θα πει:
«Η ανάκρισις ήρχισε κλιμακουμένη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραυδισμών μέχρις και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Δεν αποδέχομαι την βίαν ως μέσον ούτε την πολιτικήν δολοφονίαν, αλλά εις την προκειμένην περίπτωσιν διά να αλλάξη η κατάστασις η οποία μας επεβλήθη διά της βίας, μόνον διά της βίας ημπορεί να αλλάξη. Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. Αλλοι έρχονται μετά από εμάς. Δεν υποχωρώ διότι γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος, παρά ενώπιον μιας τυραννίας, και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
Για τη στάση που τήρησε κατά την ανάκριση μίλησε ύστερα από μερικά χρόνια ένας από τους βασανιστές του, ο Θεοφιλογιαννάκος. Μίλησε στη δίκη των βασανιστών, στο πλαίσιο μιας εμετικής απολογίας:
«Ο Παναγούλης ήταν ο μόνος που δεν λύγισε ποτέ. Ο υπ αριθμόν ένα αντιστασιακός. Οταν του είπα πως εγώ θα τον βοηθήσω να διαφύγει, αρκεί να πάει στο εξωτερικό και να μας αφήσει ήσυχους, μου απάντησε: "Λάθος πόρτα χτύπησες, Θεοφιλογιαννάκο. Ο Παναγούλης θα δραπετεύσει και θα βγει". Αυτός είναι αντιστασιακός».
Ο ίδιος ο Ιωαννίδης τον επισκέφτηκε στο κελί του. Εκτός εαυτού φώναξε:
«Εγώ θα σε τουφεκίσω, Παναγούλη».
Για να πάρει την απάντηση:
«Δεν έχεις αρχ...».
Συγκατηγορούμενοί του στη δίκη ήταν οι Λευτέρης Βερυβάκης, Γιάννης Κλωνιζάκης, Νίκος Λεκανίδης, Νίκος Ζαμπέλης, Γιώργος Ελευθεριάδης, Γιώργος Αβράμης, Στάθης Γιώτας, Αρτέμης Κλωνιζάκης, Τζάννος Βαλασέλης, Αντώνης Πρίντεζης, Δημήτρης Τιμογιαννάκης, Αλέξανδρος Σιγάλας, Βασίλης Αναστασόπουλος και Μιχάλης Παπούλας.
Η απολογία του Αλέξανδρου Παναγούλη συγκλόνισε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, καθώς οι ανταποκριτές των ξένων μέσων ενημέρωσης στην Αθήνα δεν υπόκειντο σε λογοκρισία. Στην αρχή της διαδικασίας, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου κάλεσε τον «στρατιώτη Παναγούλη Αλέξανδρο» να δηλώσει αν δέχεται ή αρνείται την ενοχή του, εκείνος πέταξε τον μπερέ που βιαίως του είχαν φορέσει οι βασανιστές του και απάντησε ότι αρνείται να υπηρετεί τον στρατό που πρόδωσε την πατρίδα. Από κατηγορούμενος, μετατράπηκε σε κατήγορο. Δικαιολόγησε την απόπειρα τυραννοκτονίας ως εξής: «Πιστεύω στον διάλογο και τη δημοκρατική αντιπαράθεση των ιδεών. Πιστεύω στην ειρηνική επίλυση των πολιτικών διαφορών. Και όταν υπάρχει έστω και η ελάχιστη δυνατότητα ειρηνικής διεξόδου... τότε η βία είναι απαράδεκτη. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι... όταν μια κατάσταση ανερχόμενη διά της βίας εδραιώνεται, όταν κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης αυτής της κατάστασης αποδεικνύεται περιττή, διά της βίας επιδιώκεται η ανατροπή της». Γνωρίζοντας ότι θα καταδικαστεί, προκάλεσε ρίγη στο ακροατήριο με τη δήλωση πως «το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος μιας τυραννίας και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
Καταδικάστηκε τελικά «δις εις θάνατον», αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε ποτέ, λόγω των πιέσεων που δέχθηκε ο Παπαδόπουλος από σύσσωμη τη διεθνή κοινή γνώμη. Το πρωτοφανές και ανεπανάληπτο για πολιτικό κρατούμενο γεγονός ότι κινητοποιήθηκαν ταυτόχρονα για να τον σώσουν προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Γαλλίας, ο καγκελάριος της Γερμανίας, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο γ.γ. του ΟΗΕ και ο Πάπας της Ρώμης καταδεικνύει ότι ο Παναγούλης πέτυχε τον στόχο του να στρέψει τα βλέμματα του κόσμου στο ελληνικό δράμα. Ο ίδιος πάντως οδηγήθηκε στη φυλακή και υπέστη τρεις φορές το μαρτύριο της εικονικής εκτέλεσης. Την τρίτη φορά είπε στους βασανιστές του ότι «στερούνται ανδρικών αδένων για να τον εκτελέσουν».
Τα μαρτύρια που υπέστη ξεπερνούν και την πλέον διεστραμμένη φαντασία: «μαστιγώσεις με καλώδια και συρματόσκοινα σε όλο το κορμί - χτυπήματα με κλομπ στα πέλματα των ποδιών - χτυπήματα με σίδερα στο στήθος και τα πλευρά - εγκαύματα με τσιγάρο στα χέρια και τα γεννητικά όργανα - πέρασμα βελόνας από ευάγωγο μέταλλο στην ουρήθρα και θέρμανσή του με αναπτήρα - απόφραξη των αναπνευστικών οδών μέχρι ασφυξίας - χτυπήματα του κεφαλιού στους τοίχους και το πάτωμα - στέρηση ύπνου». Ποτέ δεν κατονόμασε τους συντρόφους του όμως, ούτε και ζήτησε χάρη ή επιείκεια. Αποπειράθηκε να δραπετεύσει τρεις φορές. Την πρώτη φορά, απέδρασε -μαζί με τον γενναίο στρατιώτη Γιώργο Μωράκη που από “δεσμοφύλακας” έγινε μαρτυρικός συναγωνιστής του Αλέξανδρου- αλλά προδόθηκε, τις άλλες δύο απέτυχε.
Το κελί που έφτιαξαν ειδικά γι αυτόν στο Μπογιάτι ήταν κάτι σαν αντίγραφο τάφου. Πέρασε 4,5 χρόνια «εντοιχισμένος» επιχειρώντας 25 απεργίες πείνας προκειμένου να διεκδικήσει τα δικαιώματά του ως κρατούμενος.
Στη φρικτή απομόνωση των Φυλακών Μπογιατίου ο Αλέξανδρος Παναγούλης έγραψε μερικά εξαιρετικά εμπνευσμένα ποιήματα. Πολλοί τα κατατάσσουν στις πρώτες γραμμές της στρατευμένης λογοτεχνίας.
Οι συνθήκες υπό τις οποίες έγραφε ήταν συχνά τραγικές. Οι ανθρωποφύλακες του αφαιρούσαν το χαρτί και το μολύβι. Ετσι χρησιμοποιούσε σαν γραφική ύλη το αίμα του. Το περιγράφει ο ίδιος σ' ένα του ποίημα με τον τίτλο «Η διεύθυνσή μου».
Ενα σπιρτόξυλο για πέννα/αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι/το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για/χαρτί/Μα τι να γράψω;/Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω/Παράξενο και πήζει το μελάνι/Μες από φυλακή σας γράφω/στην Ελλάδα. Γράφτηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου στις 5 Ιουνίου 1971, έπειτα από ξυλοδαρμό.
Τρεις είναι οι ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν στην Ιταλία διαρκούσης της χούντας. «Το πρώτο Μπογιάτι», «Το δεύτερο Μπογιάτι» και «Μέσα από τη φυλακή σας γράφω, στην Ελλάδα». Γνωστότερο απ όλα τα ποιήματά του είναι το «Πάλης ξεκίνημα», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες/Οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί./Οχι άλλα δάκρυα, κλείσαν οι τάφοι/Λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι/νεκροί./Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους/τάφους/Μήνυμα στέλνουν οι πρώτοι/νεκροί./Απάντηση θα πάρουν ενότητα κι/αγώνα/Για να χουν ανάπαυση οι πρώτοι/νεκροί.
Η «Διαδρομή» είναι ένα ποίημα παλίντονο και πυρωμένο. Οταν το διαβάσει κανείς δεν το ξεχνά.
Τρία βήματα μπροστά/και τρία πίσω πάλι./Χίλιες φορές την ίδια διαδρομή/Εξη χιλιάδες βήματα.../Ο σημερινός περίπατος με κούρασε/ίσως γιατί τα βήματα μετρούσα/Τώρα σταμάτησα/μα αύριο/αντίθετα θα αρχίσω να βαδίζω/(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)/και κάτι άλλο σκέφτομαι/μικρότερα τα βήματα αν κάνω/τέσσερα - τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!/Καλά το σκέφτηκα/Πιο όμορφη να γίνει η διαδρομή!...
Σε καβαφικό ύφος είναι γραμμένη η «Σκιά».
Είναι κι αυτό σπαρακτικό.
Αγάπησα το Φως πολύ/ Ετσι κατόρθωσα ένα κερί ν ανάψω/και το θαμπό, το λιγοστό του φως, το κέρναγα/Μα πριν χαρά να νιώσω και γι αυτό/μ απελπισία είδα βαρύ/να ρίχνω αλλού και το σκοτάδι/Αφού το ίδιο φως που εγώ κρατούσα/με του κορμιού μου τη Σκιά/σκοτάδι γέμιζε τις στράτες που περνούσα.
Οι συνθήκες τρομοκρατίας που επικρατούσαν στις γειτονιές στα χρόνια της χούντας περιγράφονται με ένταση στο ποίημα «Αγωνία». Εκφράζεται όμως και η πεποίθηση ότι παρά τις απώλειες οι τάξεις της αντίστασης θα πυκνώνουν.
Αν χτυπήσουν την πόρτα, μην ανοίξεις/Οσο και να χτυπούν./Πρέπει να πιστέψουν πως το σπίτι/είναι αδειανό./Δεν θα τη σπάσουν. Μη φοβάσαι/Αν τη σπάσουν/θα ξέρουμε πως μας πρόδωσαν/Ούτε κ εγώ το πιστεύω./Ναι, θα πυροβολήσω αν μπούνε./Εσύ δοκίμασε να φύγεις/θα μπορέσεις./Για μας θάναι. Τόση ώρα/τριγυρίζουν το σπίτι./Κύταξε απ τ άλλο παραθύρι/Μα πρόσεχε./Ναι, βλέπω. Χτυπάνε απέναντι/Μίλα σιγότερα./Ακούς; Φασαρία; Τι να γίνεται;/Κάποιον πιάσανε. Είναι γέρος./Τον χτυπάνε τα σκυλιά/Ατιμοι./Πόσους θα πιάσετε; Θα μείνουν/όσοι χρειάζονται και περσότεροι./θα μείνουν και δεν θα σταυρώσουν/τα χέρια.
Η «Υπόσχεση» γράφτηκε στην απομόνωση του Μπογιατίου τον Φεβρουάριο του 1972. Γράφτηκε όχι για να δικαιολογήσει τα δάκρυα που ο πόνος και η οργή ανέβαζαν στα μάτια, αλλά για να επιβεβαιώσει μια απόφαση.
Τα δάκρυα που τα μάτια μας/θα δείτε ν αναβρύζουν/ποτέ μην τα πιστέψετε/απελπισιάς σημάδια./Υπόσχεση είναι μοναχά/γι Αγώνα υπόσχεση».
Το 1972, ενώ ήταν ακόμη στη φυλακή, εκδίδεται στο Παλέρμο η πρώτη ποιητική του συλλογή στα Ιταλικά Altri seguiranno: poesie e documenti dal carcere di Boyati (Άλλοι θα ακολουθήσουν: ποίηση και ντοκουμέντα από τις Φυλακές του Μπογιατίου) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Ιταλό πολιτικό Φερούτσιο Πάρη και τον Ιταλό σκηνοθέτη και καλλιτέχνη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Για το έργο του αυτό ο Α. Παναγούλης βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Βιαρέτζιο (Premio Viareggio Internazionnale) τη χρονιά που ακολούθησε. Μετά την απελευθέρωση του ο Α. Παναγούλης εξέδωσε στο Μιλάνο την δεύτερή του ποιητική συλλογή στα Ιταλικά Vi scrivo da un carcere in Grecia (Μέσα από Φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Είχε προηγηθεί η έκδοση στα ελληνικά τετραδίων όπως η συλλογή με τίτλο Η Μπογιά.
Η χούντα του πρότεινε την απονομή χάριτος, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1973, όταν το καθεστώς των συνταγματαρχών προσπάθησε να εμφανιστεί με το προσωπείο της φιλελευθεροποίησης.
Αυτοεξορίζεται στην Ιταλία. Γνωρίζεται με την Οριάνα Φαλάτσι. Η φημισμένη Ιταλίδα δημοσιογράφος, που πέθανε πρόσφατα, αποδίδει στον Παναγούλη την εξής φράση: «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».
Οι συνθήκες υπό τις οποίες έγραφε ήταν συχνά τραγικές. Οι ανθρωποφύλακες του αφαιρούσαν το χαρτί και το μολύβι. Ετσι χρησιμοποιούσε σαν γραφική ύλη το αίμα του. Το περιγράφει ο ίδιος σ' ένα του ποίημα με τον τίτλο «Η διεύθυνσή μου».
Ενα σπιρτόξυλο για πέννα/αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι/το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για/χαρτί/Μα τι να γράψω;/Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω/Παράξενο και πήζει το μελάνι/Μες από φυλακή σας γράφω/στην Ελλάδα. Γράφτηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου στις 5 Ιουνίου 1971, έπειτα από ξυλοδαρμό.
Τρεις είναι οι ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν στην Ιταλία διαρκούσης της χούντας. «Το πρώτο Μπογιάτι», «Το δεύτερο Μπογιάτι» και «Μέσα από τη φυλακή σας γράφω, στην Ελλάδα». Γνωστότερο απ όλα τα ποιήματά του είναι το «Πάλης ξεκίνημα», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες/Οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί./Οχι άλλα δάκρυα, κλείσαν οι τάφοι/Λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι/νεκροί./Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους/τάφους/Μήνυμα στέλνουν οι πρώτοι/νεκροί./Απάντηση θα πάρουν ενότητα κι/αγώνα/Για να χουν ανάπαυση οι πρώτοι/νεκροί.
Η «Διαδρομή» είναι ένα ποίημα παλίντονο και πυρωμένο. Οταν το διαβάσει κανείς δεν το ξεχνά.
Τρία βήματα μπροστά/και τρία πίσω πάλι./Χίλιες φορές την ίδια διαδρομή/Εξη χιλιάδες βήματα.../Ο σημερινός περίπατος με κούρασε/ίσως γιατί τα βήματα μετρούσα/Τώρα σταμάτησα/μα αύριο/αντίθετα θα αρχίσω να βαδίζω/(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)/και κάτι άλλο σκέφτομαι/μικρότερα τα βήματα αν κάνω/τέσσερα - τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!/Καλά το σκέφτηκα/Πιο όμορφη να γίνει η διαδρομή!...
Σε καβαφικό ύφος είναι γραμμένη η «Σκιά».
Είναι κι αυτό σπαρακτικό.
Αγάπησα το Φως πολύ/ Ετσι κατόρθωσα ένα κερί ν ανάψω/και το θαμπό, το λιγοστό του φως, το κέρναγα/Μα πριν χαρά να νιώσω και γι αυτό/μ απελπισία είδα βαρύ/να ρίχνω αλλού και το σκοτάδι/Αφού το ίδιο φως που εγώ κρατούσα/με του κορμιού μου τη Σκιά/σκοτάδι γέμιζε τις στράτες που περνούσα.
Οι συνθήκες τρομοκρατίας που επικρατούσαν στις γειτονιές στα χρόνια της χούντας περιγράφονται με ένταση στο ποίημα «Αγωνία». Εκφράζεται όμως και η πεποίθηση ότι παρά τις απώλειες οι τάξεις της αντίστασης θα πυκνώνουν.
Αν χτυπήσουν την πόρτα, μην ανοίξεις/Οσο και να χτυπούν./Πρέπει να πιστέψουν πως το σπίτι/είναι αδειανό./Δεν θα τη σπάσουν. Μη φοβάσαι/Αν τη σπάσουν/θα ξέρουμε πως μας πρόδωσαν/Ούτε κ εγώ το πιστεύω./Ναι, θα πυροβολήσω αν μπούνε./Εσύ δοκίμασε να φύγεις/θα μπορέσεις./Για μας θάναι. Τόση ώρα/τριγυρίζουν το σπίτι./Κύταξε απ τ άλλο παραθύρι/Μα πρόσεχε./Ναι, βλέπω. Χτυπάνε απέναντι/Μίλα σιγότερα./Ακούς; Φασαρία; Τι να γίνεται;/Κάποιον πιάσανε. Είναι γέρος./Τον χτυπάνε τα σκυλιά/Ατιμοι./Πόσους θα πιάσετε; Θα μείνουν/όσοι χρειάζονται και περσότεροι./θα μείνουν και δεν θα σταυρώσουν/τα χέρια.
Η «Υπόσχεση» γράφτηκε στην απομόνωση του Μπογιατίου τον Φεβρουάριο του 1972. Γράφτηκε όχι για να δικαιολογήσει τα δάκρυα που ο πόνος και η οργή ανέβαζαν στα μάτια, αλλά για να επιβεβαιώσει μια απόφαση.
Τα δάκρυα που τα μάτια μας/θα δείτε ν αναβρύζουν/ποτέ μην τα πιστέψετε/απελπισιάς σημάδια./Υπόσχεση είναι μοναχά/γι Αγώνα υπόσχεση».
Το 1972, ενώ ήταν ακόμη στη φυλακή, εκδίδεται στο Παλέρμο η πρώτη ποιητική του συλλογή στα Ιταλικά Altri seguiranno: poesie e documenti dal carcere di Boyati (Άλλοι θα ακολουθήσουν: ποίηση και ντοκουμέντα από τις Φυλακές του Μπογιατίου) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Ιταλό πολιτικό Φερούτσιο Πάρη και τον Ιταλό σκηνοθέτη και καλλιτέχνη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Για το έργο του αυτό ο Α. Παναγούλης βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Βιαρέτζιο (Premio Viareggio Internazionnale) τη χρονιά που ακολούθησε. Μετά την απελευθέρωση του ο Α. Παναγούλης εξέδωσε στο Μιλάνο την δεύτερή του ποιητική συλλογή στα Ιταλικά Vi scrivo da un carcere in Grecia (Μέσα από Φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Είχε προηγηθεί η έκδοση στα ελληνικά τετραδίων όπως η συλλογή με τίτλο Η Μπογιά.
Η χούντα του πρότεινε την απονομή χάριτος, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1973, όταν το καθεστώς των συνταγματαρχών προσπάθησε να εμφανιστεί με το προσωπείο της φιλελευθεροποίησης.
Αυτοεξορίζεται στην Ιταλία. Γνωρίζεται με την Οριάνα Φαλάτσι. Η φημισμένη Ιταλίδα δημοσιογράφος, που πέθανε πρόσφατα, αποδίδει στον Παναγούλη την εξής φράση: «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».
Στην μεταπολίτευση ο Αλέξανδρος Παναγούλης εκλέγεται βουλευτής της Β΄ Αθηνών με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Ε.Κ.-Ν.Δ., σήμερα Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου) στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974.
Επιδιώκει την απομόνωση των πολιτικών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας και εξαπολύει σωρεία καταγγελιών. Λίγο μετά την εκλογή του έρχεται σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματος του γιατί είχε συγκεντρώσει στοιχεία για τη συνεργασία του Δημήτρη Τσάτσου με το χουντικό καθεστώς, με συνέπεια να αρνηθεί να συνυπάρξει με τον "προδότη" στο ίδιο κόμμα και παραιτείται. Παρέμεινε όμως στη Βουλή των Ελλήνων ως ανεξάρτητος βουλευτής. Επιμένει στις καταγγελίες του και έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Δημήτρη Τσάτσο. Δέχθηκε πολιτικές πιέσεις αλλά και απειλές για τη ζωή του για να αποσύρει τις καταγγελίες του, όπως διαρρήξεις στο πολιτικό του γραφείο, μηνύματα που του άφηναν άγνωστοι κλπ.
Σκοτώνεται την πρωτομαγιά του 1976[4] σε ηλικία 36 ετών κατόπιν τροχαίου ατυχήματος στην λεωφόρο Βουλιαγμένης (το αυτοκίνητό του πήγε και έπεσε σε υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου κάθετα στην πορεία), λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Χούντας (Φάκελος ΕΣΑ). Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με την χούντα. Κατά πολλούς, το τροχαίο ατύχημα είχε στηθεί για να θέσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε υπό την κατοχή του. Την εκδοχή του “τροχαίου”, κανένας ούτε σήμερα την πιστεύει...
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης υπήρξε χωρίς αμφιβολία η κορυφαία μορφή της αντίστασης εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Η δράση του, καθώς και της οικογένειας (αντιστασιακοί ήταν και τα αδέλφια του, ο Γιώργος που εξοντώθηκε, είναι βέβαιο από τη χούντα, και ο Στάθης βουλευτής σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ) και των συναγωνιστών του, έστρεψε την προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας και τα πάθη του αποκάλυψαν την αληθινή φύση του δικτατορικού καθεστώτος.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ο παραλίγο «τυραννοκτόνος», με την θαρραλέα του πράξη (την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα) έχει καθιερωθεί σαν σύμβολο της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και χάρη στο πολιτικό του ήθος εμπνέει τις νέες γενιές στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
Επιδιώκει την απομόνωση των πολιτικών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας και εξαπολύει σωρεία καταγγελιών. Λίγο μετά την εκλογή του έρχεται σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματος του γιατί είχε συγκεντρώσει στοιχεία για τη συνεργασία του Δημήτρη Τσάτσου με το χουντικό καθεστώς, με συνέπεια να αρνηθεί να συνυπάρξει με τον "προδότη" στο ίδιο κόμμα και παραιτείται. Παρέμεινε όμως στη Βουλή των Ελλήνων ως ανεξάρτητος βουλευτής. Επιμένει στις καταγγελίες του και έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Δημήτρη Τσάτσο. Δέχθηκε πολιτικές πιέσεις αλλά και απειλές για τη ζωή του για να αποσύρει τις καταγγελίες του, όπως διαρρήξεις στο πολιτικό του γραφείο, μηνύματα που του άφηναν άγνωστοι κλπ.
Σκοτώνεται την πρωτομαγιά του 1976[4] σε ηλικία 36 ετών κατόπιν τροχαίου ατυχήματος στην λεωφόρο Βουλιαγμένης (το αυτοκίνητό του πήγε και έπεσε σε υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου κάθετα στην πορεία), λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Χούντας (Φάκελος ΕΣΑ). Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με την χούντα. Κατά πολλούς, το τροχαίο ατύχημα είχε στηθεί για να θέσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε υπό την κατοχή του. Την εκδοχή του “τροχαίου”, κανένας ούτε σήμερα την πιστεύει...
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης υπήρξε χωρίς αμφιβολία η κορυφαία μορφή της αντίστασης εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Η δράση του, καθώς και της οικογένειας (αντιστασιακοί ήταν και τα αδέλφια του, ο Γιώργος που εξοντώθηκε, είναι βέβαιο από τη χούντα, και ο Στάθης βουλευτής σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ) και των συναγωνιστών του, έστρεψε την προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας και τα πάθη του αποκάλυψαν την αληθινή φύση του δικτατορικού καθεστώτος.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ο παραλίγο «τυραννοκτόνος», με την θαρραλέα του πράξη (την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα) έχει καθιερωθεί σαν σύμβολο της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και χάρη στο πολιτικό του ήθος εμπνέει τις νέες γενιές στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
Θα τελειώσω τούτη τη σημερινή αναφορά, η οποία στηρίχθηκε και σε κείμενα των εκλεκτών δημοσιογράφων Θοδωρή Ρουμπάνη και Νίκου Χρυσολωρά, με μιά προσέγγιση που έγραψε ο Στέργιος Σαββίδης στο ιστολόγιο του “Τα λόγια της πένας”: “Η μνήμη των γεγονότων που στιγματίζουν την πορεία μιας χώρας ή προσώπων που έδωσαν το δικό τους στίγμα, ασθενεί όταν αυτά τυχαίνει να έχουν πραγματοποιηθεί την ίδια ημερομηνία. Επισκιάζονται έτσι γεγονότα - σημαντικές πτυχές του παρελθόντος, ανάλογα με το ποια είναι αυτά που ωφελούν περισσότερο και εξυπηρετούν τα μέγιστα τις τρέχουσες πολιτικές, ποια είναι αυτά που θίγουν την καθεστηκυία τάξη, τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό και ακόμα περισσότερο την ερμηνεία της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Η αναφορά - αφιέρωμα στον αγωνιστή της δημοκρατίας Αλέξανδρο Παναγούλη είναι ένα χρέος. Ο ίδιος αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση στα χρόνια της αντιδικτατορικής του δράσης, παράδειγμα επίσης προς αποφυγή την ίδια εποχή, γιατί είναι ευκολότερο να προπαγανδίζεις εκ του ασφαλούς από το να είσαι στην πρώτη γραμμή και φυσικά παράδειγμα προς αποφυγή στα μεταπολιτευτικά χρόνια όταν η σιωπή (που ο ίδιος δεν διέθετε) έγινε το εισιτήριο της κοινοβουλευτικής καταξίωσης από τα κόμματα. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα Έλληνος που αγωνίζεται για την πατρίδα του με ιδανικά που δεν έχουν ημερομηνία λήξεως και δεν εξαργυρώνει την προσφορά του. Η 17η Νοεμβρίου, ημερομηνία καταδίκης δις εις θάνατο για τη δράση του, θάφτηκε κάτω από τα γεγονότα του "Πολυτεχνείου". Εκείνη όμως την εποχή ο Αλ. Παναγούλης αποτελούσε έμπνευση για πολλούς αφανείς αγωνιστές της δημοκρατίας και αναγνωρίσιμους της επόμενης μέρας, ασχέτως αν στη συνέχεια διέγραψαν από τη μνήμη τους, στο βωμό της πολιτικής, τη συμπόρευση με τις ιδέες του. Η παρουσίαση του βιογραφικού του, αποτελεί απλά έναν ελάχιστο φόρο τιμής, επειδή χάρη σε αγωνιστές του επιπέδου του, μπορώ σήμερα να εκφράζομαι ελεύθερα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου