Μια πλατεία μαγική. Με το κάτασπρο μάρμαρο που για τους παλιούς μπαλαδόρους ήταν πολύ καλύτερο και από τον πιο σύγχρονο χλοοτάπητα.
Εκεί ανδρώθηκαν ποδοσφαιρικά αλλά και ως χαρακτήρες πολλά γνωστά δημόσια πρόσωπα της Θεσσαλονίκης. Ο Γιώργος Κούδας, ο επί χρόνια γενικός γραμματέας του ΥΜΑΘ...
Γιώργος Λυσσαρίδης, ο Διονύσης και ο Παναγιώτης Ψωμιάδης, ο παλιός μπασκετμπολίστας Λάκης Τσάβας, ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΘ-Helexpo Τάσος Τζίκας και ο Στράτος Σιμόπουλος.
Σήμερα, ύστερα από πολλά χρόνια και έπειτα από παρακίνηση της «κυριακάτικης δημοκρατίας», ανέβηκαν και πάλι στη δική τους πλατεία. Η αφορμή είχε δοθεί από τον κ. Σιμόπουλο, που ως παλιός παίκτης της πλατείας και σημερινός γενικός γραμματέας Δημοσίων Εργων σχεδιάζει να ξαναδώσει στα μάρμαρα γεύση από την παλιά μαγεία του χώρου, που άλλαξε άρδην μορφή το 1991. Τότε που ξηλώθηκαν μάρμαρα, με σκοπό να κατασκευαστεί ένα υπόγειο πάρκινγκ, αλλά τα σχέδια έμειναν στη μέση, όπως τόσα πράγματα στη σύγχρονη Ελλάδα.
«Μετά τον Πόλεμο αρχίσαμε ως πιτσιρίκια να παίζουμε εδώ μπάλα. Και αυτό γινόταν ως το 1991, που ξεκίνησε η ιδέα για το υπόγειο πάρκινγκ. Μόνο που οι αρμόδιοι δεν υπολόγισαν ότι, όταν στην Ελλάδα μπλέκονται η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, ποτέ ένα έργο δεν τελειώνει. Απλά ξεκινά, μπαίνουν οι λαμαρίνες και τέλος. Η πλατεία ήταν το καλύτερο μέρος της Θεσσαλονίκης. Αυτά τα μάρμαρα έχουν βγάλει τους καλύτερους πολιτικούς, τους καλύτερους συγγραφείς, τους καλύτερους μηχανικούς, τους καλύτερους ποδοσφαιριστές, τους καλύτερους από κάθε ειδικότητα. Φανταστείτε ότι όλος αυτός ο χώρος ήταν παλιά άσπρα μάρμαρα. Και το πάνω μέρος και το κάτω. Εμείς προτιμούσαμε να παίζουμε κάτω, γιατί είχαμε το ντουβάρι και μπορούσαμε να παίξουμε το ένα δύο. Το επάνω μέρος ήταν για τα κουτούκια και τις μανάδες, με τα μικρά παιδιά. Οι καλοί ποδοσφαιριστές πήγαιναν στο κάτω μέρος, γιατί είχαμε τα ντουβάρια. Και εκεί φαινόταν η τέχνη» θυμάται ένας από τους πρώτους παίκτες της πλατείας, ο Διονύσης Ψωμιάδης.
Ο Γιώργος Λυσσαρίδης, που μάλιστα αργότερα έγραψε και βιβλίο για την ιστορία της πλατείας (τίτλος: «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα»), αναφέρει και έναν άλλον λόγο που οι καλοί μπαλαδόροι διάλεγαν το κάτω γήπεδο. «Στο πάνω μέρος έπρεπε να μπουν διαγώνια οι εστίες και δεν βόλευαν. Στο κάτω μέρος το γήπεδο ήταν μεγαλύτερο και είχαμε τα πορτάκια για γκολπόστ» θυμάται ο παλιός γενικός γραμματέας του ΥΜΑΘ, που είναι γέννημα-θρέμμα της περιοχής. Το πατρικό του ήταν από την αριστερή πλευρά της πλατείας και λίγα χρόνια μετά μετακόμισε στην απέναντι πολυκατοικία. Είχε δηλαδή πάντα την πλατεία στο πιάτο του μπαλκονιού του. Είναι και ένας από τους ανθρώπους που αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο πολλών γενιών Θεσσαλονικέων που έπαιξαν μπάλα εκεί.
«Με το ντουβάρι κάναμε μόνοι μας το ένα δύο», θυμίζει ο Διονύσης Ψωμιάδης. «Οταν παίζαμε στο πάνω μέρος, είχαμε τερματοφύλακες. Οταν παίζαμε κάτω, είχαμε τα πορτάκια για τέρμα» πετάγεται ο Γιώργος Κούδας και η κουβέντα ανάβει για τα καλά.
«Ο κόσμος στεκόταν είτε από την επάνω πλευρά και μας κοιτούσε είτε από τα πλάγια και παρακολουθούσε το παιχνίδι» σημειώνει ο Λάκης Τσάβας, που ξεκίνησε με το ποδόσφαιρο και στη συνέχεια έκανε καριέρα ως μπασκετμπολίστας και ως προπονητής του μπάσκετ. «Παλιότερα εκεί υπήρχαν και τα δεντράκια» θυμίζει ο Διονύσης Ψωμιάδης. «Εκεί γινόταν το πρωτάθλημα με τις κεφαλιές» προσθέτει ο Στράτος Σιμόπουλος.
Η κουβέντα και πάλι ανάβει. «Ολη η ιστορία στην πλατεία ήταν οι γκαζιές και οι κεφαλιές που παίζαμε ανάμεσα στα δέντρα» σχολιάζει ο Παναγιώτης Ψωμιάδης. Γκαζιές, δηλαδή οι μπίλιες. «Στα δεντράκια παίζαμε κεφαλιές ο ένας με τον άλλο για να βάλουμε γκολ στον απέναντι» σημειώνει ο Γιώργος Κούδας.
Στον παλιό ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ ξύπνησαν με τη συνάντηση οι αναμνήσεις. «Ηταν 1963. Παίζω τα πρώτα μου παιχνίδια» ξεκινά. Τον διακόπτει ο Διονύσης. «Εθνική ομάδα έπαιζε ο Γιώργος και ερχόταν εδώ για να παίξει μαζί. Φαντάσου». Ο Κούδας συνεχίζει. «Είμαι 17 χρονών. Παίζουμε ένα παιχνίδι, έχουμε κερδίσει και έρχεται ένας γεμάτος κύριος με αστυνομική στολή και μου λέει: “Γεια σου, με γνωρίζεις; Κοίτα με λίγο”. Τον κοιτάω και τον θυμάμαι. Αν σε γνωρίζω, λέει. Μου έχεις σχίσει δέκα μπάλες τα χρόνια εκείνα. Ηταν ο Τριαντάφυλλος, ο φύλακας της πλατείας» λέει και γελά ο Κούδας.
Ο Σιμόπουλος θυμάται τις δικές του περιπέτειες. «Είχα πέσει από το δέντρο και είχα χάσει τις αισθήσεις μου και ο Νίκος Τσίτσας μού έκανε τεχνητή αναπνοή για να συνέλθω» θυμάται. «Πολύ μεταγενέστερος είσαι, ρε Στράτο. Εμείς εδώ με τον Διονύση μιλάμε για το 1955» του απαντά Τσάβας.
Από εκείνη την εποχή είναι και η ιστορία του Διονύση Ψωμιάδη με έναν έφορο του ΠΑΟΔ, που ήταν η ομάδα της περιοχής. «Βλέπει τον Κώστα Παπαϊωάνου, τον μετέπειτα παίκτη του Αρη, και τον Γιώργο Κούδα. Ο πρώτος ήταν πιο δεμένος από τον Κούδα, που δεν έτρωγε ποτέ, γιατί ήταν μπατίρης. Ο έφορος λοιπόν διαλέγει τον Παπαϊωάννου και λέει στον Κούδα: “Εσύ είσαι πολύ μικρός, φύγε”». Ο Κούδας πάλι συμφωνεί. «Και στον Μακεδονικό που πήγα έτσι ήταν. Τι παπούτσι να φορέσω. Νούμερο σαράντα φοράω σήμερα. Τότε φορούσα 35 ή 36. Πού να βρουν οι άνθρωποι παπούτσια να μου δώσουν», σχολιάζει γελώντας.
Ο Παναγιώτης Ψωμιάδης θυμίζει παλιούς ποδοσφαιριστές που ήταν πραγματικοί μπαλαδόροι και έπαιξαν μπάλα στην πλατεία. «Να μην αδικήσουμε κανένα. Πέρα από τον Κώστα τον Παπαϊωάννου και τον Κούδα ήταν και οι αδελφοί Δουκίδη και οι αδελφοί Πασχαλίδη και ο Τσακουρίδης. Ολοι αυτοί ήταν μεγάλοι παίκτες» σημειώνει.
«Εγώ ήμουν ένα τίποτα μπροστά σε κάποιους ποδοσφαιριστές, που ήξεραν τότε μπάλα. Τι ήταν όμως τότε το ποδόσφαιρο; Δεν προσέφερε κοινωνική άνοδο. Ο Γιώργος ο Λυσσαρίδης ασχολήθηκε με τα εκπαιδευτικά, ο φίλος μου ο Ανανίας ο Χατζημπαλόγλου σταμάτησε το ποδόσφαιρο για να γίνει γιατρός» συμφωνεί ο Κούδας.
«Από εκεί βγήκαν δύο καλές εντεκάδες διεθνών»
Η ατμόσφαιρα της πλατείας; Μαγική. «Ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα θα τη ζήλευαν πολλά γήπεδα. Γιατί δεν ήταν μόνο ο κόσμος της γειτονιάς, αλλά η πλατεία είχε γίνει τόσο γνωστή, που ερχόταν κόσμος για να δει εδώ τις ομάδες που αγωνίζονταν. Γιατί παίζαμε και μεταξύ μας, αλλά ερχόντουσαν και άλλες ομάδες γειτονιών και κάναμε κανονικό πρωτάθλημα» θυμάται ο Κούδας.
«Ηταν η πιο γνωστή ποδοσφαιρική πλατεία της Θεσσαλονίκης» συνεχίζει ο Διονύσης και ο Τζίκας συμπληρώνει. «Τέτοια ποδοσφαιρική πλατεία δεν υπήρχε άλλη στην Ελλάδα».«Εβγαλε δύο καλές εντεκάδες διεθνών στο ποδόσφαιρο και μια πεντάδα διεθνών στο μπάσκετ» πετάγεται ο Διονύσης.
«Υπήρχε και η πλατεία Δικαστηρίων, υπήρχαν και άλλες πλατείες, αλλά εδώ ήταν το κάτι άλλο. Δε θα ήταν υπερβολή να πω ότι ήταν ένα “Γουέμπλεϊ”. Δεν είχε κάτω κοτρόνες ούτε χώμα ούτε τίποτα άλλο. Το μάρμαρο ήταν λείο. Επεφτες και δεν χτυπούσες. Μετά ήταν και τα ντουβαράκια για το ένα δύο. Για να το μάθεις αυτό, θέλει να ξέρεις την τεχνική. Να ξέρεις τα φάλτσα. Εδώ μάθαμε το ένα δύο. Οπως επίσης ήταν σημαντικό ότι γλιτώναμε και από τραυματισμούς» προσθέτει ο Κούδας.
Στοιχήματα για σπόρια - παγωτό
Το «Γουέμπλεϊ» της Ελλάδας ξεκίνησε περίπου το 1945 και διήρκεσε μέχρι το 1991. «Ακόμη και όταν έφυγαν τα μάρμαρα έρχονταν τα παιδιά εδώ και έπαιζαν μπάλα» σχολιάζει ο Διονύσης. «Εμείς παίζαμε από το 1968 μέχρι το 1970. Μετά ερχόμασταν εδώ ως φοιτητές και καθόμασταν μέχρι το βράδυ και συζητήσουμε» τονίζει ο Σιμόπουλος. Ο Διονύσης μεγαλούργησε ποδοσφαιρικά λίγο μετά τον πόλεμο, ο Κούδας από το 1956 μέχρι το 1966. «Αυτό είναι το φοβερό. Το 1963 έπαιζα στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ και ερχόμουν εδώ. Τελείωνε η προπόνηση και ερχόμουν εδώ για να παίξω μπάλα. Πήγαινα στη “Ροκάρια”, που ήταν το καφέ όπου μαζευόμασταν και μετά ξεκινούσε το ποδόσφαιρο» τονίζει.
«Αυτό που λέει ο Κούδας έχει σημασία. Εμείς παίζαμε στην ομάδα του ΠΑΟΔ, που ήταν για το δικό μας επίπεδο πρώτη κατηγορία, αλλά παίζαμε μπάλα εδώ. Στη γειτονιά μας» ξεκαθαρίζει ο Τζίκας, ενώ όλοι θυμούνται ότι από τότε υπήρχαν και τα στοιχήματα. Πότε για σπόρια, πότε για παγωτό.
«Αν δεν έπαιζες εδώ, θα γινόσουν ο αξεπέραστος “Μεγαλέξανδρος” της μπάλας;»
Στέκι της περιοχής ήταν και το φροντιστήριο ξένων γλωσσών που διατηρούσε εκείνα τα χρόνια ο Διονύσης Ψωμιάδης. «Το καλύτερο φροντιστήριο της Θεσσαλονίκης. Του Ψωμιάδη, της Βαφοπούλου και του Σβάρνα» θυμίζει ο Τζίκας.
Ολοι φυσικά δεν ξεχνούν τις θέσεις που έπαιζαν. Ο Σιμόπουλος στα χαφ, ο Διονύσης έπαιζε δεκαράκι («Ημουν τότε παιχταράς» σχολιάζει), ο Κούδας ήταν φυσικά 10άρι, ο Τζίκας έπαιζε και αυτός χαφ, ενώ ο Τσάβας λέει ότι «τότε παίζαμε όλοι όλα».
«Ηταν μια μαγεία» σχολιάζει ο Τζίκας και ο Σιμόπουλος συμπληρώνει. «Ξέρεις τι σημαίνει να παίζεις μπάλα και να σε παρακολουθούν 500 άτομα;». «Ζούσαμε για το απόγευμα. Τελειώναμε το σχολείο και ή πηγαίναμε λίγο στο σπίτι για να φάμε ή ερχόμασταν εδώ απευθείας για το μεγάλο ντέρμπι» σημειώνει ο Κούδας. «Ηταν μια μαγεία που δεν περιγράφεται. Αυτό ακριβώς που είπε ο Γιώργος. Το “Γουέμπλεϊ” του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, το “Γουέμπλεϊ” της πλατείας, το “Γουέμπλεϊ” της Ελλάδας» προσθέτει ο Τζίκας.
«Μας γκρέμισαν τα όνειρα που είχαμε με αυτήν πλατεία. Αλλά το θέμα είναι ότι τόσα χρόνια που διέλυσαν αυτήν την πλατεία θα μπορούσε να είχε γίνει κάτι και να αναμορφωθεί» σχολιάζει ο Κούδας. Εκεί επεμβαίνει ο Σιμόπουλος με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα Δημοσίων Εργων. «Συνεργαζόμαστε με το υπουργείο Πολιτισμού για να κάνουμε γεωτρήσεις, έτσι ώστε, όπως μας υπέδειξε το υπουργείο, να βάλουμε τις βάσεις για να γίνει ένα στέγαστρο ή μια μπετονένια κατασκευή. Ετσι ώστε να μπουν από πάνω τα μάρμαρα που έχει φροντίσει ο Λυσσαρίδης να μαζέψει για να μη χαθούν» εξηγεί. Ολοι έχουν κομματάκια από τα μάρμαρα ως ενθύμιο που τους μοίρασε ο Λυσσαρίδης.
Η κουβέντα κλείνει με ένα σχόλιο του Τζίκα. «Είναι απίστευτο αν σκεφτεί κανείς τι έκανε τότε ο Κούδας. Επαιζε στον ΠΑΟΚ και στην πρώτη ομάδα και το απόγευμα ερχόταν εδώ για να παίξει με τους φίλους του. Αυτό δεν υπάρχει πια».
«Αν δεν έπαιζες εδώ, θα γινόσουν ο Κούδας που όλοι απολαύσαμε;» τον ρωτάμε στο τέλος.«Αυτή η πλατεία ήταν τρόπος ζωής. Υπήρχαν άνθρωποι που τελείωνε το σχολείο και ερχόντουσαν εδώ και έφευγαν για το σπίτι τους το βράδυ. Αν δε συμπληρώναμε οκτάωρο, δεν φεύγαμε. Πάντως το ένα δύο το έμαθα εδώ. Και τα φάλτσα» απαντά ο μεγάλος μπαλαδόρος.
Κλείνει με μια παλιά ιστορία από το 1963, όταν πια ο πατέρας του αντιλήφτηκε την τρέλα του με το ποδόσφαιρο. «Μου λέει ότι έτσι και σταματήσεις το σχολείο, τέλος. Ξέχνα μας. Τελείωνα λοιπόν την προπόνηση στην Τούμπα, έπαιζα μπάλα στην πλατεία και στις 7.30 πήγαινα στο σχολείο μου που ήταν του Γκόνου στην Αντιγονιδών. Αν δεν περνούσα από εδώ, θα έσκαγα».
Νίκος Οικονόμου / Δημοκρατία
Η λήψη από το Διοικητήριο
Το είδαμε στο:krasodad.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου