Πανδημικές συμπεριφορές και το πείραμα του Μίλγκραμ
Τι μας διδάσκει ένα βιβλίο (4.0)
Τον τελευταίο καιρό, τα μέσα ενημέρωσης επανέφεραν στο προσκήνιο την πανδημία του κορωνοϊού, ενώ φαινόταν ότι το ενδιαφέρον γι’ αυτήν είχε ατονήσει. Είναι ευκαιρία να επανέλθουμε στο περίφημο Πείραμα του Μίλγκραμ, το οποίο ευτυχώς έχει αναλυθεί αρκετά σε σχέση με την πανδημία.
Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να συσχετίσω τα συμπεράσματα που προέκυψαν από το πείραμα με ανθρώπινες συμπεριφορές με τις οποίες ήρθα αντιμέτωπος στο περιβάλλον μου κατά τη διάρκεια της πανδημίας και αρχικά μου φάνηκαν παράδοξες. Στην ανάλυση και ερμηνεία των συμπεριφορών αυτών με βοήθησε το σημαντικό βιβλίο “Obedience to Authority: An Experimental View” (Υπακοή στην Αυθεντία: Μία πειραματική θεώρηση) του ψυχολόγου Στάνλευ Μίλγκραμ.
Ο Μίλγκραμ γεννήθηκε στο Μπρόνξ το 1933. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Φίλιπ Ζιμπάρντο γνωστό για το βιβλίο του «Η επιρροή του εωσφόρου» (The Lucifer Effect)1. Όπως αναφέρει ο Ζιμπάρντο στον πρόλογο του βιβλίου, ο ίδιος ήταν ο πιο δημοφιλής μαθητής, ενώ ο Μίλγκραμ ήταν ο πιο ευφυής. Έλαβε το διδακτορικό του στην κοινωνική ψυχολογία από το Χάρβαρντ, δίδαξε στο Yale και στο Harvard και στη συνέχεια στο City University της Νέας Υόρκης. Με τα πειράματά του συνέβαλε στην εξέλιξη της γνωστής θεωρίας περί έξι βαθμών χωρισμού (six degrees of separation), σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι απέχουν μεταξύ τους το πολύ κατά έξι κοινωνικές επαφές.
Οι έρευνες του Μίλιγκραμ ανήκουν στο «λειτουργικό» μοντέλο της μελέτης της κοινωνικής επιρροής και συμμόρφωσης (τις διαδικασίες δηλαδή με τις οποίες το άτομο ή η ομάδα συμμορφώνεται ή ευθυγραμμίζεται με τις απόψεις ενός άλλου ατόμου ή μιας ομάδας2. Πιο συγκεκριμένα, το λειτουργικό μοντέλο διερευνά τον τρόπο με τον οποίο η πλειοψηφία επιβάλλεται στις μειονότητες και τις υποτάσσει, η ομάδα κυριαρχεί πάνω στα άτομα, και γενικά οι «ισχυροί» επιβάλλουν την θέληση και την άποψή τους στους λιγότερο ισχυρούς.
Στη σημερινή εποχή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν πολλές ευκαιρίες για εφαρμογή αυτής της θεωρίας. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το γνωστό πείραμα του Μίλγκραμ για την υπακοή και με τα συμπεράσματα που προέκυψαν από αυτό. Εμπνεόμενος από τη δίκη του Ναζί εγκληματία Άιχμαν, σκέφτηκε να κάνει ένα πείραμα που θα δείχνει κατά πόσο ο απλός άνθρωπος είναι πρόθυμος να υπακούσει στις εντολές μιας ανώτερης αρχής.
Για να στρατολογήσει πειραματόζωα, καταχώρισε μια διαφήμιση σε εφημερίδα μέσω της οποίας καλούσε ανθρώπους όλων των ειδικοτήτων να λάβουν μέρος σε μια μελέτη περί μνήμης και μάθησης, προσφέροντας 4 δολάρια (με κάλυψη των εξόδων μετακίνησης) για συμμετοχή μιας ώρας. Το πείραμα πραγματοποιήθηκε σε κάποιο κομψό εργαστήριο του Πανεπιστημίου Yale.
Τον ρόλο του πειραματιστή έπαιζε ένας 31χρονος καθηγητής Λυκείου, βιολόγος. Φορούσε μια γκρίζα στολή τεχνικού.
Τον ρόλο του θύματος έπαιζε ένας 47χρονος λογιστής, ειδικά εκπαιδευμένος για να συμμετάσχει στο πείραμα. Ήταν Ιρλανδο-Αμερικάνος, και οι πιο πολλοί τον έβρισκαν ήπιων τόνων και συμπαθή. Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, αρσενικού γένους. Για τις ανάγκες του πειράματος ο ανυποψίαστος εθελοντής που είχε το ρόλο του δασκάλου έπρεπε να υποβάλει σε ηλεκτροσόκ το θύμα, που είχε αναλάβει τον ρόλο του μαθητή. Η δικαιολογία ήταν ότι πρόκειται για ένα πείραμα που εξετάζει την επίδραση της τιμωρίας στην μνήμη, και πιο συγκεκριμένα να εκτιμηθεί η κατάλληλη ένταση της τιμωρίας, ώστε να είναι όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη.Για να κατανείμει, υποτίθεται, τους ρόλους, ο πειραματιστής έγραφε σε ένα χαρτί τη λέξη «δάσκαλος» και σε ένα άλλο τη λέξη «μαθητής», και τους έβαζε να επιλέξουν στην τύχη. Το πείραμα ήταν κατασκευασμένο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο μεν ανυποψίαστος εθελοντής να αναλαμβάνει πάντοτε τον ρόλο του δασκάλου, ο δε πειραματικός συνεργός πάντοτε τον ρόλο του μαθητή (και τα 2 χαρτιά έγραφαν «δάσκαλος»). Στη συνέχεια όλοι πήγαιναν στο διπλανό δωμάτιο και ο μαθητής δενόταν με ιμάντες σε μια «ηλεκτρική καρέκλα». Ο πειραματιστής εξηγούσε ότι οι ιμάντες ήταν για να εμποδίζουν την υπερβολική κίνηση όσο ο μαθητής δεχόταν το ηλεκτροσόκ. Ο σκοπός ήταν να πιστέψει ο δάσκαλος ότι ο μαθητής δεν μπορεί να αποδράσει σε περίπτωση που δεν αντέχει το ηλεκτροσόκ. Ένα ηλεκτρόδιο τοποθετείτο στον καρπό του μαθητή, ενώ γινόταν επάλειψη με ειδική κρέμα για την αποφυγή ερεθισμών και καψιμάτων. Οι εθελοντές πληροφορούνταν ότι το ηλεκτρόδιο κούμπωνε σε μια ηλεκτρική γεννήτρια με τριάντα διακόπτες στο διπλανό δωμάτιο. Για μεγαλύτερη αληθοφάνεια, ο πειραματιστής δήλωνε ότι, ενώ τα ηλεκτροσόκ μπορεί να είναι πολύ επώδυνα, δεν προκαλούν μόνιμη βλάβη. Φυσικά τα ηλεκτροσοκ ήταν στην πραγματικότητα εικονικά, πράγμα όμως που ο εθελοντής δεν το γνώριζε.
Ο τελευταίος έπρεπε αρχικά να διαβάσει μια σειρά από τέσσερεις όρους, με τους οποίους συνέδεε άλλους όρους (π.χ. ουρανός-γαλάζιο, μέρα-δροσιά, πάπια-άγριο κ.λπ.) και στην συνέχεια να κάνει έναν έλεγχο αποστήθισης: δίνεται κάθε φορά ένας από τους δύο όρους και ο μαθητής πρέπει να θυμηθεί τον δεύτερο (γαλάζιο, δροσιά, άγριο)3. Ο μαθητής έπρεπε να θυμηθεί τη σωστή λέξη. Σε κάθε λάθος απάντηση, ο δάσκαλος προκαλούσε στο μαθητή όλο και μεγαλύτερης έντασης ηλεκτροσόκ. Κάποια στιγμή το θύμα φώναζε ότι δεν αντέχει άλλο και ζητούσε να σταματήσει η διαδικασία. Τότε ο εθελοντής ρωτούσε τον πειραματιστή μήπως πρέπει να σταματήσουν, αλλά οι απαντήσεις-παρατρύνσεις που έπαιρνε ήταν:
«Συνεχίστε, σας παρακαλώ να συνεχίσετε», «Το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε», «Είναι απολύτως απαραίτητο να συνεχίσετε», «Δεν έχετε την επιλογή να σταματήσετε», με την διευκρίνιση ότι ο πειραματιστής φέρει όλη την ευθύνη.
Το ανησυχητικό συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι το 95% των εθελοντών προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 Volts με το μέγιστο μέσο σοκ να φτάνει τα 320 Volts, ενώ το 62,5% έφτασε μέχρι τα τρία ηλεκτροσόκ των 450 Volts.
Για να επαληθεύσει ο Μίλγκραμ ότι αιτία της συνέχισης του ηλεκτροσόκ ήταν η υπακοή στην αυθεντία του πειραματιστή και όχι κάποιος άλλος παράγων, εφήρμοσε μια παραλλαγή του πειράματος, όπου ο απλός άνθρωπος έδινε την εντολή για ηλεκτροσόκ προς τον επιστήμονα. Το θύμα και συνεργός του πειράματος προφασίστηκε ότι δεν ήξερε αν μπορούσε να αντέξει το ηλεκτροσόκ και ο πειραματιστής προσφέρθηκε να αλλάξουν ρόλους και να γίνει αυτός ο μαθητής που δέχεται το ηλεκτροσόκ. Το πείραμα συνεχίστηκε, έως ότου ο επιστήμονας προφασίστηκε ότι δεν αντέχει άλλο, γιατί έχει πρόβλημα με την καρδιά του και ζήτησε να διακόψουν. Ο απλός άνθρωπος-συνεργός ζήτησε τη συνέχιση του πειράματος. Στην περίπτωση αυτή, όμως, όλοι οι συμμετέχοντες σταμάτησαν το πείραμα, δείχνοντας ανυπακοή στον απλό άνθρωπο και συμπόνοια στον επιστήμονα.
Με τα λόγια του Μίλγκραμ:
«Με την πρώτη διαμαρτυρία από τον σοκαρισμένο πειραματιστή, όλοι οι συμμετέχοντες σταμάτησαν, αρνούμενοι να προκαλέσουν έστω και ένα σοκ πέρα από αυτό το στάδιο. Δεν υπάρχει καμμιά παραλλαγή στις αντιδράσεις. Εκτός τούτου, πολλοί συμμετέχοντες έσπευσαν σε βοήθεια του πειραματιστή, τρέχοντας μέσα στο άλλο δωμάτιο για να τον λύσουν. Οι συμμετέχοντες συχνά εξέφραζαν συμπάθεια για τον πειραματιστή, αλλά εμφανίζονταν αποξενωμένοι από τον απλό άνθρωπο, σαν να ήταν παράφρων»4.
Η ίδια διαπίστωση φαίνεται να ισχύει και στα πλαίσια της υγειονομικής τυραννίας όπου οι πολίτες υπάκουσαν τις προσταγές των ειδικών όσο ακραίες ή παράλογες και αν φαίνονταν, ενώ όποιος απλός άνθρωπος τόλμησε να αντιδράσει ή απλώς να εκφράσει αντίθετη άποψη φάνηκε σαν αμόρφωτος, ψεκασμένος και παράφρων στα μάτια του πλήθους. Προσωπικά, όταν σε συζητήσεις προσπάθησα να καταδείξω τα λάθη, τις αστοχίες και τις κραυγαλέες αντιφάσεις των ειδικών, έλαβα απαντήσεις του τύπου «Οι επιστήμονες βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη τεράστια απειλή, λογικό είναι να κάνουν και λάθη, κάνουν όμως το καλύτερο που μπορούν».
Σημαντικό ρόλο στο πείραμα παίζει η μεταβίβαση της ευθύνης από το υποκείμενο του πειράματος στον πειραματιστή. Χρησιμοποιώντας την προσέγγιση της κυβερνητικής5, ο Μίλγκραμ αναφέρει ότι το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση αντιπροσώπευσης (agentic state) όταν ορίζει τον εαυτό του σε μια κοινωνική κατάσταση με τρόπο που τον καθιστά ανοιχτό σε ρύθμιση από ένα πρόσωπο με μεγαλύτερο κύρος. Στην κατάσταση αυτή, το άτομο δεν θεωρεί πια τον εαυτό του υπεύθυνο για τις πράξεις του αλλά όργανο που ικανοποιεί τις ορέξεις των άλλων.
Παρομοίως, πολλοί άνθρωποι που προβληματίστηκαν αν θα εμβολιαστούν οι ίδιοι ή τα παιδιά τους, κατέληξαν στην επιλογή του εμβολιασμού με το σκεπτικό ότι, αν κάτι πάει στραβά σε περίπτωση μη εμβολιασμού, την ευθύνη θα φέρουν αποκλειστικά οι ίδιοι και το βάρος θα είναι δυσβάσταχτο γι’ αυτούς. Στην αντίθετη περίπτωση, την ευθύνη θα φέρουν οι ειδικοί που σύστησαν τον εμβολιασμό. Σημαντική ήταν και η ψυχολογική πίεση που ασκήθηκε προς την κατεύθυνση αυτή.
Ο Μίλγκραμ θεωρεί ως βασικό χαρακτηριστικό του ναζισμού τη συστηματική απαξίωση του θύματος που προηγείται των βίαιων ενεργειών εναντίον του. Γράφει σχετικά:
«Βήμα προς βήμα, οι Εβραίοι αποκλείστηκαν από την κατηγορία του πολίτη και τελικά τους αρνήθηκαν την ιδιότητα του ανθρώπινου όντος. Η συστηματική απαξίωση του θύματος παρέχει ένα μέτρο ψυχολογικής δικαιολόγησης της βίαιης συμπεριφοράς εναντίον του και αποτελεί τη μόνιμη συνοδεία κάθε σφαγής, πογκρόμ και πολέμου»6.
Στην περίπτωση της πανδημίας, οι ανεμβολίαστοι πρώτα λοιδορήθηκαν ως ψεκασμένοι, αμόρφωτοι, αρνητές της επιστήμης, εγωιστές και, στη συνέχεια, εφαρμόστηκαν σκληρά μέτρα εναντίον τους με αποκορύφωμα τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σε μια αντιστροφή της πραγματικότητας χαρακτηρίστηκαν μέχρι και φασίστες ή ναζιστές, ενώ οι ίδιοι υπήρξαν αποδέκτες φασιστικής και ναζιστικής αντιμετώπισης.
Την περίοδο που ασκήθηκε μεγάλη πίεση για εμβολιασμό, στο περιβάλλον μου συνάντησα ανθρώπους που είχαν κάνει τις δύο πρώτες δόσεις και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας (κάποιοι από αυτούς ήταν σοβαροί) δυσαρεστήθηκαν από το εμβόλιο, προβαίνοντας σε δηλώσεις του τύπου «δεν θα ξανακάνω ποτέ στη ζωή μου δόση του συγκεκριμένου εμβολίου», «οι ανεμβολίαστοι είχαν τελικά δίκιο» κ.λπ. Τελικά όμως, όταν ήρθε η ώρα της τρίτης δόσης, έσπευσαν να την κάνουν. Η συμπεριφορά αυτή μου φάνηκε παράλογη και δεν μπορούσα να την εξηγήσω.
Στην εξήγηση βοήθησε τελικά ο Μίλγκραμ, ο οποίος στο προαναφερθέν βιβλίο του εντοπίζει και αναλύει το φαινόμενο της λεκτικής μεν αντίστασης στην αυθεντία, αλλά της έμπρακτης συμμόρφωσης σε όσα πρεσβεύει. Γράφει σχετικά:
«Ενώ κάποια άτομα αποφασίζουν στο μυαλό τους (να μην προχωρήσουν στο πείραμα), συχνά δεν μπορούν να μετατρέψουν την απόφαση τους αυτή σε πράξη (…) Πολλοί κάνουν κινήσεις προς την κατεύθυνση της ανυπακοής, αλλά τελικά φαίνεται σαν κάποιος δεσμός να τους εμποδίζει. (…) Η επαναλαμβανόμενη φύση μιας πράξης (…) δημιουργεί δυνάμεις που δεσμεύουν. (Όσοι προχωρούν στο πείραμα) πρέπει να δικαιολογήσουν στο εαυτό τους αυτό που μόλις έκαναν και μια μορφή δικαιολόγησης είναι να το πάνε μέχρι το τέλος. Γιατί αν κάποιος σταματήσει πρέπει να πει στον εαυτό του: ό,τι έκανα μέχρι τώρα είναι κακό και τώρα το αναγνωρίζω αυτό με το να σταματήσω. Αλλά αν προχωρήσει καθησυχάζει τον εαυτό του για ότι έχει κάνει μέχρι τώρα. Οι πρώτες πράξεις οδηγούν σε δυσφορία που ανακουφίζεται με τις επόμενες πράξεις. Και το άτομο παρασύρεται στην καταστροφική συμπεριφορά σταδιακά»7.
Ο ίδιος μηχανισμός λειτουργεί και στις εκλογές, όταν κάποιος ξαναψηφίζει το ίδιο κόμμα, ενώ είναι δυσαρεστημένος από αυτό και το κατηγορεί.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Μίλγκραμ σε ό,τι αφορά τη διαφορά μεταξύ κομφορμισμού και υπακοής.
Ο κομφορμισμός αποτελεί αντίδραση σε σιωπηρή εντολή και έτσι το άτομο πιστεύει ότι συμμορφώθηκε με τη θέληση του στις επιταγές της μάζας. Η υπακοή αποτελεί συμμόρφωση σε ρητή εντολή και το άτομο τείνει να αναγνωρίζει ότι αναγκάστηκε να υπακούσει («δεν ήθελα αλλά με ανάγκασαν»).
Στους σχεδιασμούς της, η Νέα Τάξη Πραγμάτων φαίνεται να χρησιμοποιεί στα αρχικά στάδια τον κομφορμισμό και στη συνέχεια την υπακοή. Αν πάρουμε σαν παράδειγμα τη νέα ψηφιακή ταυτότητα, αρχικά πολλοί θα την αποκτήσουν εθελοντικά για να φανούν ότι ακολουθούν τις εξελίξεις και δεν είναι οπισθοδρομικοί και, όταν δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα που θα την έχει αποκτήσει, θα γίνει άμεσα ή έμμεσα υποχρεωτική, οπότε πολλοί θα πουν «αναγκάστηκα να την αποκτήσω».
O Μίλγκραμ εξηγεί, με τη βοήθεια ενός παραδείγματος, τον λόγο που χρειάζονται οι ιεραρχίες:
Ας αναλογιστούμε ένα σύνολο ταυτόσημων οντοτήτων για παράδειγμα ένα σύνολο από πέντε ηλεκτρικά τραμ που όλα έχουν ταχύτητα 50 χλμ/ώ. Αν συνδεθούν μεταξύ τους, ο συρμός θα πηγαίνει με 50 χλμ/ώ. Ας υποθέσουμε τώρα ότι τα τραμ πηγαίνουν με 10, 20, 30, 40, 50 χλμ/ώ αντίστοιχα. Αν ενωθούν μεταξύ τους, ο συρμός δεν μπορεί να κινηθεί με μεγαλύτερη ταχύτητα από 10 χλμ/ώ. Αν μια κοινωνική οργάνωση αποτελείται από άτομα που η κρίση τους πάνω σε ένα θέμα διαφέρει, μπορούμε να πετύχουμε συνοχή μόνο αν βασιστούμε στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Αυτό είναι το λιγότερο αποδοτικό σύστημα που μπορούμε να υπάρξει και δεν είναι δυνατόν να ωφελήσει τα μέλη του.
Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι, γι’ αυτό οι ιεραρχικές δομές διασφαλίζουν ότι η λιγότερο αποδοτική μονάδα δεν καθορίζει τη συμπεριφορά όλου του συστήματος. Για να αποκτήσουμε το μέγιστο πλεονέκτημα που μπορεί να προσφέρει η ιεραρχική δομή χρειάζεται η εκχώρηση του ελέγχου από αυτόν που εισέρχεται σε μια ιεραρχική δομή. Ένα παράδειγμα είναι ο πιλότος ενός αεροπλάνου που εκχωρεί έλεγχο στον πύργο ελέγχου8.
Η Νέα Τάξη Πραγμάτων έχει αξιοποιήσει τις ιεραρχικές δομές για να μπορέσει να προωθήσει την ατζέντα της με ταχύτητα και συνέπεια. Μια ερώτηση που ακούγεται συχνά είναι η εξής:
«είναι δυνατόν να συνωμότησε ένας τόσο μεγάλος αριθμός ανθρώπων για να προωθήσει την ατζέντα της νέας τάξης πραγμάτων;».
Ιδού η απάντηση:
Οι κατώτεροι στην ιεραρχία εκχωρούν εξουσία στις κορυφές τις πυραμίδας, για παράδειγμα σε παγκόσμιους οργανισμούς όπως ο ΠΟΥ, των οποίων οι ηγέτες είναι αφοσιωμένοι στην προώθηση της ατζέντας.
Στο τέλος του βιβλίου του ο Μίλγκραμ παραθέτει ένα απόσπασμα απο τον Harold J. Laski:
«Το χρέος μας, αν θέλουμε να ζήσουμε μια ζωή που δεν θα στερείται τελείως νοήματος και σημαντικότητας είναι να μη δεχόμαστε τίποτα που έρχεται σε αντίθεση με τη βασική αντίληψη μας, μόνο και μόνο γιατί προέρχεται από την παράδοση ή τη σύμβαση ή την αυθεντία. Είναι πολύ πιθανό να κάνουμε λάθος, αλλά η προσωπική μας έκφραση ματαιώνεται ριζικά, εκτός αν οι βεβαιότητες που μας ζητούν να αποδεχτούμε συμπίπτουν με τις βεβαιότητες της προσωπικής μας εμπειρίας. Για το λόγο αυτό προϋπόθεση της ελευθερίας σε κάθε κατάσταση είναι πάντα ένας διαδεδομένος και συνεπής σκεπτικισμός απέναντι στους κανόνες που η εξουσία επιβάλλει επίμονα»9.
Μτφ.: Αγαθή Λακιώτη / Μαρία Φωτοπούλου, εκδ. University Studio Press, 2011.
Παπαστάμος, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, 1989, σελ. 222.
Παπαστάμου, ό.π., 1989, σ. 246.
Stanley Milgram, Obedience To Authority: An Experimental View, Harper Perennial Modern Thought, 2009, σελ. 103.
Βλ. Wiener, Κυβερνητική και κοινωνία, εκδ. Παπαζήση, 1970.
Milgram, ό.π., σελ. 9.
Milgram, ό.π., σελ. 149.
Milgram, ό.π., σελ. 130.
Milgram, ό.π., σελ. 189.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου