Αντί να δείξουμε ακλόνητη αλληλεγγύη, καταλήξαμε να δοκιμάζουν οι αγορές την αντοχή του Ευρώ, στοιχηματίζοντας στη διάλυση της Ευρωζώνης από τη Γερμανία – κάτι που γίνεται μέρα με την ημέρα όλο και πιο πιθανό...
Το νέο άρθρο του Βασίλη Βιλιάρδου
(οι φίλοι του TaXalia τον ξέρετε χρόνια τώρα...)
“Η ανθελληνική υστερία των γερμανικών ΜΜΕ”, γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός κ. A.Ritschl, “είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη Γερμανία. Ουσιαστικά καθόμαστε μέσα σε ένα γυάλινο σπίτι: η γερμανική ανάπτυξη οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι, τόσο τα θύματα του πρώτου, όσο και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, παραιτήθηκαν από τις απαιτήσεις τους…..Παρά το ότι η Γερμανία είναι υπεύθυνη για δύο παγκοσμίους πολέμους, εκ των οποίων ο δεύτερος ήταν κάτι παραπάνω από καταστροφικός, τα θύματα της συμφώνησαν να διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος των χρεών της. Τα ότι η Γερμανία οφείλει την οικονομική της άνοδο στη γενναιοδωρία των άλλων λαών δεν το έχει ξεχάσει κανείς – ούτε οι Έλληνες”.
“Οι Έλληνες”, συνεχίζει ο ιστορικός, “γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τα «πολεμικά άρθρα» των γερμανικών ΜΜΕ. Εάν αλλάξουν οι διαθέσεις στην Ελλάδα (εάν «ξυπνήσουν» δηλαδή οι Έλληνες, εάν εκλέξουν επαρκείς, ανιδιοτελείς, ικανούς, θαρραλέους πολιτικούς και διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους), τότε είναι πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες - απαιτώντας με τη σειρά τους τα χρήματα που χωρίς καμία αμφιβολία τους χρωστάμε. Εάν λοιπόν υποχρεωθούμε νομικά να εξοφλήσουμε όλες μας τις υποχρεώσεις, τότε θα μας πάρουν και τα πουκάμισα μας – αφού, με βάση τη συμφωνία του Λονδίνου, «οι πολεμικές αποζημιώσεις, οι οποίες δεν πληρώθηκαν το 1953, θα έπρεπε να εξοφληθούν σε περίπτωση τυχόν επανένωσης της Γερμανίας».
Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν πολύ καλύτερα όχι μόνο να αναδιοργανώναμε την ελληνική Οικονομία με δικό μας αποκλειστικά κόστος, αλλά να το κάναμε πλουσιοπάροχα. Εάν, αντί να συμμορφωθούμε με τους διεθνείς νόμους και να πληρώσουμε τα χρέη μας, συνεχίσουμε να παριστάνουμε τον πλούσιο τραπεζίτη, ο οποίος καπνίζει ήρεμα το πούρο του και δεν θέλει να πληρώσει τα χρέη του, εκβιάζοντας τους πιστωτές του, τότε κάποια στιγμή θα μας έλθει ένας τεράστιος λογαριασμός (τα χρέη της Γερμανίας προς την Ελλάδα υπολογίσθηκαν πρόσφατα στα 565 δις €, από έναν αξιόπιστο Γάλλο οικονομολόγο – πολύ περισσότερα από το δημόσιο χρέος της).
Η καλύτερη λύση σήμερα για την Ελλάδα και τη Γερμανία, με βάση τις εμπειρίες από τις δικές μας χρεοκοπίες, είναι η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του Ελληνικού χρέους. Κάποιες τράπεζες θα αντιμετώπιζαν βέβαια προβλήματα, αλλά θα μπορούσαν να διασωθούν με ορισμένα βοηθητικά προγράμματα. Για τη Γερμανία ίσως είναι ακριβό, αλλά πρέπει να πληρώσουμε – έτσι ή αλλιώς, αφού χρωστάμε. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα είχε την ευκαιρία να κάνει μία καινούργια αρχή – μία ευκαιρία που προσφέρθηκε στην αχάριστη Γερμανία πολλές φορές στο παρελθόν, ειδικά από τις Η.Π.Α.”.
Ανεξάρτητα από τις παραπάνω τοποθετήσεις του έγκυρου ιστορικού η Ελλάδα, με δική της σε μεγάλο βαθμό ευθύνη, είναι ξανά αντιμέτωπη με το εκβιαστικό δίλημμα που της τέθηκε το 1940 – ενώ έχει απλά διαφοροποιηθεί ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου: εκείνη την εποχή, τα χρησιμοποιούμενα μέσα ήταν στρατιωτικά, ενώ σήμερα είναι οικονομικά.
Εν τούτοις, το τότε ερώτημα παραμένει το ίδιο: Να συνθηκολογήσει η Ελλάδα με τον πανίσχυρο εχθρό, ο οποίος την απειλεί με έναν πόλεμο που δεν πρόκειται να κερδίσει («είτε υπογράφετε ότι θέλουμε, είτε χρεοκοπείτε», μας εκβιάζουν οι Γερμανοί), ή να αντισταθεί στις προσπάθειες υποδούλωσης και λεηλασίας της, ακόμη και αν οι Πολίτες της υποφέρουν, όπως επίσης υπέφεραν το 1940;
Συνεχίζοντας, οφείλουμε ίσως να θέσουμε ακόμη κάποια ερωτήματα, εάν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές. Ειδικότερα, εάν η όποια κυβέρνηση της Ελλάδας επέλεγε την αντίσταση οι σημερινοί, σχετικά εύποροι Έλληνες, είναι σε θέση να υποστούν τα δεινά ενός πολέμου, ή μήπως προτιμούν την ησυχία τους, έστω και σκλαβωμένοι; Πόσο σημαντική είναι η υπερηφάνεια, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια για τους Έλληνες; Είναι αλήθεια σε θέση σύσσωμοι οι Πολίτες να επωμισθούν τα όποια βάρη της ενδεχόμενης άρνησης υποταγής τους, με στόχο τη διάσωση της δημόσιας περιουσίας και την διατήρηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας;
Είναι η κυβέρνηση ικανή να πάρει οδυνηρές, «πατριωτικές» αποφάσεις ή μήπως όχι; Γνωρίζει η πολιτική ηγεσία τι ακριβώς επιθυμούν οι Έλληνες, όταν πιέζει ακόμη και τους βουλευτές της να αποδεχθούν ένα πρόγραμμα εξαθλίωσης και λεηλασίας της χώρας τους – ένα πρόγραμμα που δεν πρόκειται να οδηγήσει ποτέ στην έξοδο από την κρίση; Θα προτιμήσουν οι βουλευτές αυτοί να ακολουθήσουν το δύσκολο δρόμο και να αγωνισθούν για τα δικαιώματα των Πολιτών που τους εξέλεξαν ή, μήπως, θα επιλέξουν τις «καρέκλες» τους;
Δεν είναι αλήθεια υποχρεωμένη η κυβέρνηση να διαπιστώσει τι ακριβώς θέλουν οι Πολίτες, με τη βοήθεια ενός δημοψηφίσματος, πριν ακόμη υπογράψει την αποικιοκρατική, μονομερή σύμβαση συνθηκολόγησης με τον εχθρό; Γιατί θέτει εκβιαστικά διλήμματα στους Έλληνες, αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι διαθέτει μία σειρά από όπλα, ικανά να αναχαιτίσουν επιτυχημένα τις επιθέσεις της Γερμανίας – όπλα που όμως σύντομα θα έχουν εξουδετερωθεί;
Έχει το κυβερνών κόμμα σαφή γνώση των τεράστιων ευθυνών του απέναντι στους Έλληνες και στους Ευρωπαίους – επίσης απέναντι σε εκείνους τους Γερμανούς Πολίτες, οι οποίοι επιθυμούν μία ευρωπαϊκή Γερμανία, ενώ πανικοβάλλονται στην ιδέα μίας γερμανικής Ευρώπης; Σε σημείο μάλιστα που να αναρωτιούνται έντρομοι οι ίδιοι οι Γερμανοί, «μήπως η κατά τα άλλα συμπαθέστατη καγκελάριος τους εγκυμονεί έναν νέο Χίτλερ»;
Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Περαιτέρω, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στις δύο πλευρές της Γερμανίας, στα δύο πρόσωπα του Ιανού που την διακρίνουν, έτσι ώστε να είμαστε όσο περισσότερο γίνεται αντικειμενικοί – αφού θα μπορούσε κανείς εύλογα να μας χαρακτηρίσει εμπαθείς, επηρεασμένους δηλαδή είτε από τη δύσκολη θέση της χώρας μας, είτε από την «ψυχολογική» ανάγκη μας να ενοχοποιήσουμε άλλους, για τα δικά μας μεγάλα σφάλματα (άρθρο μας).
“Οι Έλληνες μπορούν να παράγουν μόνο ελαιόλαδο, να περιποιούνται υπέρ του δέοντος τους συνταξιούχους τους και να μας φτωχαίνουν. Η Ευρώπη είναι ένα γραφειοκρατικό τέρας”, διαβάζουμε τον τίτλο ενός άρθρου σε μία σοβαρή γερμανική εφημερίδα, ευρείας αποδοχής και κυκλοφορίας, η οποία παραθέτει τα παρακάτω στοιχεία (Πίνακας Ι):
Η συνέχεια εδώ>>
Το νέο άρθρο του Βασίλη Βιλιάρδου
(οι φίλοι του TaXalia τον ξέρετε χρόνια τώρα...)
“Η ανθελληνική υστερία των γερμανικών ΜΜΕ”, γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός κ. A.Ritschl, “είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη Γερμανία. Ουσιαστικά καθόμαστε μέσα σε ένα γυάλινο σπίτι: η γερμανική ανάπτυξη οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι, τόσο τα θύματα του πρώτου, όσο και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, παραιτήθηκαν από τις απαιτήσεις τους…..Παρά το ότι η Γερμανία είναι υπεύθυνη για δύο παγκοσμίους πολέμους, εκ των οποίων ο δεύτερος ήταν κάτι παραπάνω από καταστροφικός, τα θύματα της συμφώνησαν να διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος των χρεών της. Τα ότι η Γερμανία οφείλει την οικονομική της άνοδο στη γενναιοδωρία των άλλων λαών δεν το έχει ξεχάσει κανείς – ούτε οι Έλληνες”.
“Οι Έλληνες”, συνεχίζει ο ιστορικός, “γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τα «πολεμικά άρθρα» των γερμανικών ΜΜΕ. Εάν αλλάξουν οι διαθέσεις στην Ελλάδα (εάν «ξυπνήσουν» δηλαδή οι Έλληνες, εάν εκλέξουν επαρκείς, ανιδιοτελείς, ικανούς, θαρραλέους πολιτικούς και διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους), τότε είναι πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες - απαιτώντας με τη σειρά τους τα χρήματα που χωρίς καμία αμφιβολία τους χρωστάμε. Εάν λοιπόν υποχρεωθούμε νομικά να εξοφλήσουμε όλες μας τις υποχρεώσεις, τότε θα μας πάρουν και τα πουκάμισα μας – αφού, με βάση τη συμφωνία του Λονδίνου, «οι πολεμικές αποζημιώσεις, οι οποίες δεν πληρώθηκαν το 1953, θα έπρεπε να εξοφληθούν σε περίπτωση τυχόν επανένωσης της Γερμανίας».
Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν πολύ καλύτερα όχι μόνο να αναδιοργανώναμε την ελληνική Οικονομία με δικό μας αποκλειστικά κόστος, αλλά να το κάναμε πλουσιοπάροχα. Εάν, αντί να συμμορφωθούμε με τους διεθνείς νόμους και να πληρώσουμε τα χρέη μας, συνεχίσουμε να παριστάνουμε τον πλούσιο τραπεζίτη, ο οποίος καπνίζει ήρεμα το πούρο του και δεν θέλει να πληρώσει τα χρέη του, εκβιάζοντας τους πιστωτές του, τότε κάποια στιγμή θα μας έλθει ένας τεράστιος λογαριασμός (τα χρέη της Γερμανίας προς την Ελλάδα υπολογίσθηκαν πρόσφατα στα 565 δις €, από έναν αξιόπιστο Γάλλο οικονομολόγο – πολύ περισσότερα από το δημόσιο χρέος της).
Η καλύτερη λύση σήμερα για την Ελλάδα και τη Γερμανία, με βάση τις εμπειρίες από τις δικές μας χρεοκοπίες, είναι η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του Ελληνικού χρέους. Κάποιες τράπεζες θα αντιμετώπιζαν βέβαια προβλήματα, αλλά θα μπορούσαν να διασωθούν με ορισμένα βοηθητικά προγράμματα. Για τη Γερμανία ίσως είναι ακριβό, αλλά πρέπει να πληρώσουμε – έτσι ή αλλιώς, αφού χρωστάμε. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα είχε την ευκαιρία να κάνει μία καινούργια αρχή – μία ευκαιρία που προσφέρθηκε στην αχάριστη Γερμανία πολλές φορές στο παρελθόν, ειδικά από τις Η.Π.Α.”.
Ανεξάρτητα από τις παραπάνω τοποθετήσεις του έγκυρου ιστορικού η Ελλάδα, με δική της σε μεγάλο βαθμό ευθύνη, είναι ξανά αντιμέτωπη με το εκβιαστικό δίλημμα που της τέθηκε το 1940 – ενώ έχει απλά διαφοροποιηθεί ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου: εκείνη την εποχή, τα χρησιμοποιούμενα μέσα ήταν στρατιωτικά, ενώ σήμερα είναι οικονομικά.
Εν τούτοις, το τότε ερώτημα παραμένει το ίδιο: Να συνθηκολογήσει η Ελλάδα με τον πανίσχυρο εχθρό, ο οποίος την απειλεί με έναν πόλεμο που δεν πρόκειται να κερδίσει («είτε υπογράφετε ότι θέλουμε, είτε χρεοκοπείτε», μας εκβιάζουν οι Γερμανοί), ή να αντισταθεί στις προσπάθειες υποδούλωσης και λεηλασίας της, ακόμη και αν οι Πολίτες της υποφέρουν, όπως επίσης υπέφεραν το 1940;
Συνεχίζοντας, οφείλουμε ίσως να θέσουμε ακόμη κάποια ερωτήματα, εάν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές. Ειδικότερα, εάν η όποια κυβέρνηση της Ελλάδας επέλεγε την αντίσταση οι σημερινοί, σχετικά εύποροι Έλληνες, είναι σε θέση να υποστούν τα δεινά ενός πολέμου, ή μήπως προτιμούν την ησυχία τους, έστω και σκλαβωμένοι; Πόσο σημαντική είναι η υπερηφάνεια, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια για τους Έλληνες; Είναι αλήθεια σε θέση σύσσωμοι οι Πολίτες να επωμισθούν τα όποια βάρη της ενδεχόμενης άρνησης υποταγής τους, με στόχο τη διάσωση της δημόσιας περιουσίας και την διατήρηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας;
Είναι η κυβέρνηση ικανή να πάρει οδυνηρές, «πατριωτικές» αποφάσεις ή μήπως όχι; Γνωρίζει η πολιτική ηγεσία τι ακριβώς επιθυμούν οι Έλληνες, όταν πιέζει ακόμη και τους βουλευτές της να αποδεχθούν ένα πρόγραμμα εξαθλίωσης και λεηλασίας της χώρας τους – ένα πρόγραμμα που δεν πρόκειται να οδηγήσει ποτέ στην έξοδο από την κρίση; Θα προτιμήσουν οι βουλευτές αυτοί να ακολουθήσουν το δύσκολο δρόμο και να αγωνισθούν για τα δικαιώματα των Πολιτών που τους εξέλεξαν ή, μήπως, θα επιλέξουν τις «καρέκλες» τους;
Δεν είναι αλήθεια υποχρεωμένη η κυβέρνηση να διαπιστώσει τι ακριβώς θέλουν οι Πολίτες, με τη βοήθεια ενός δημοψηφίσματος, πριν ακόμη υπογράψει την αποικιοκρατική, μονομερή σύμβαση συνθηκολόγησης με τον εχθρό; Γιατί θέτει εκβιαστικά διλήμματα στους Έλληνες, αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι διαθέτει μία σειρά από όπλα, ικανά να αναχαιτίσουν επιτυχημένα τις επιθέσεις της Γερμανίας – όπλα που όμως σύντομα θα έχουν εξουδετερωθεί;
Έχει το κυβερνών κόμμα σαφή γνώση των τεράστιων ευθυνών του απέναντι στους Έλληνες και στους Ευρωπαίους – επίσης απέναντι σε εκείνους τους Γερμανούς Πολίτες, οι οποίοι επιθυμούν μία ευρωπαϊκή Γερμανία, ενώ πανικοβάλλονται στην ιδέα μίας γερμανικής Ευρώπης; Σε σημείο μάλιστα που να αναρωτιούνται έντρομοι οι ίδιοι οι Γερμανοί, «μήπως η κατά τα άλλα συμπαθέστατη καγκελάριος τους εγκυμονεί έναν νέο Χίτλερ»;
Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Περαιτέρω, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στις δύο πλευρές της Γερμανίας, στα δύο πρόσωπα του Ιανού που την διακρίνουν, έτσι ώστε να είμαστε όσο περισσότερο γίνεται αντικειμενικοί – αφού θα μπορούσε κανείς εύλογα να μας χαρακτηρίσει εμπαθείς, επηρεασμένους δηλαδή είτε από τη δύσκολη θέση της χώρας μας, είτε από την «ψυχολογική» ανάγκη μας να ενοχοποιήσουμε άλλους, για τα δικά μας μεγάλα σφάλματα (άρθρο μας).
“Οι Έλληνες μπορούν να παράγουν μόνο ελαιόλαδο, να περιποιούνται υπέρ του δέοντος τους συνταξιούχους τους και να μας φτωχαίνουν. Η Ευρώπη είναι ένα γραφειοκρατικό τέρας”, διαβάζουμε τον τίτλο ενός άρθρου σε μία σοβαρή γερμανική εφημερίδα, ευρείας αποδοχής και κυκλοφορίας, η οποία παραθέτει τα παρακάτω στοιχεία (Πίνακας Ι):
Η συνέχεια εδώ>>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου