Σε γνωστό ιστόχωρο που ασχολείται με τα στρατιωτικά θέματα δημοσιεύτηκε κείμενο στο οποίο ασκείτο κριτική στην κατασκευή της μεγάλης αντιαρματικής τάφρου στον Έβρο κατά τα τελευταία δύο έτη. Το περιεχόμενο της κριτικής είναι χαρακτηριστικό της άγνοιας για το αντικείμενο που πραγματεύεται, και της ευκολίας της κριτικής. Δεν πρόκειται να υπεισέλθουμε στα ακριβή στοιχεία σχετικά με την τάφρο, μιας και πρόκειται για πληροφορίες ευαίσθητες, αλλά προς αποφυγήν δημιουργίας εσφαλμένων εντυπώσεων, θα σχολιάσουμε επί της αρχής τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν .
Η κριτική στη στρατιωτική επιλογή της κατασκευής της τάφρου επικεντρώνεται σε δύο ισχυρισμούς:
- Η υιοθέτηση “στατικής” αμυντικής τακτικής έχει ιστορικά αποδειχθεί ατελέσφορη, γιατί “όταν υπάρχει ένα «σταθερό» αμυντικό εμπόδιο, όπως είναι ο φράχτης του Έβρου, πάντα δίνεται στον αντίπαλο η δυνατότητα και ο χρόνος να το υπερβεί με κάποιο στρατήγημα και να μετατρέψει το υποτιθέμενο εμπόδιο σε παγίδα θανάτου για τους αμυνόμενους”. Σαν απόδειξη του ισχυρισμού αυτού, φέρεται το παράδειγμα της Γραμμής Μαζινό (και μάλιστα, η τάφρος του Έβρου αποκαλείται “ελληνική γραμμή Μαζινό”): “[...] πραγματικής γραμμής Μαζινό στα γαλλογερμανικά σύνορα και την υπερφαλάγγισή της από τις τεθωρακισμένες δυνάμεις των Γερμανών”.
- Η δημιουργία της τάφρου “[Διαγράφει] οριστικά από ελληνικής πλευράς όλα τα σχέδια αντεπίθεσης στην πεδιάδα της Ανδριανούπολης, αφού μπορεί η τάφρος να αποτρέπει την ταχεία ζεύξη του ποταμού από τα ανατολικά αλλά ταυτοχρόνως είναι απαγορευτική για οποιαδήποτε προσπάθεια αντεπίθεσης από τα δυτικά προς τα ανατολικά”
Η κριτική αυτή εδράζεται σε μία θεμελιώδη σύγχυση δύο εννοιών: της στατικής άμυνας (“άμυνα περιοχής” στο ελληνικό αμυντικό δόγμα) και της εκμετάλλευσης του εδάφους (πιο συγκεκριμένα, της εκμετάλλευσης μεγάλων κωλυμάτων).
Για να το θέσουμε απλά: Στατική άμυνα είναι αυτή στην οποία οι αμυνόμενες δυνάμεις καθηλώνονται στο έδαφος, παραιτούνται από την κίνηση για χάρη της προστασίας που τους παρέχουν οι προετοιμασμένες θέσεις – στην ακραία περίπτωση οι οχυρωμένες θέσεις. Η επιδίωξη είναι να κρατηθεί έδαφος αντί να καταστραφεί ο εχθρός
Σε αντιδιαστολή, κινητή άμυνα είναι αυτή που αποφεύγει (ως ένα βαθμό) την καθήλωση των αμυνόμενων δυνάμεων σε στατικές θέσεις, που επιδιώκει την χρήση της κίνησης εξ ίσου με τα πυρά για την καταστροφή του επιτιθέμενου, που επιδιώκει τη σταδιακή καταστροφή των δυνάμεων του επιτιθέμενου μέσω της φθοράς του εντός της αμυντικής τοποθεσίας και μέσω της εκδήλωσης αντεπιθέσεων σε κάθε ευκαιρία, στην οποία (με εξαίρεση ενδεχόμενα κρίσιμα σημεία) οι αμυνόμενες δυνάμεις δεν παραμένουν στατικές, αλλά κινούνται, εκμεταλλευόμενες το έδαφος, συχνά μεταξύ προετοιμασμένων θέσεων όταν υπάρχει δυνατότητα και χρόνος προετοιμασίας, τόσο για να έχουν συνεχώς το τακτικό πλεονέκτημα, όσο και για να απολαμβάνουν την υποστήριξη των παρακείμενων δυνάμεων.
Όπως είναι γνωστό, η στατική άμυνα είναι «κακό πράγμα» ενώ η κινητή άμυνα είναι «καλό πράγμα».
Μόνο που και οι δύο (αρχετυπικές – γιατί στην πράξη δεν υπάρχουν τέτοιες καθαρές) μορφές άμυνας έχουν ένα βασικό κοινό στοιχείο: την οργάνωση και την εκμετάλλευση του εδάφους. Δηλαδή τη χρήση κάθε εδαφικού χαρακτηριστικού για να παρεμποδιστεί η δυνατότητα κίνησης του αντιπάλου, ή αυτή να διοχετευτεί σε συγκεκριμένες – ευνοϊκές για την άμυνα – περιοχές. Η αμυντική οργάνωση του εδάφους είναι βασικό χαρακτηριστικό της αμυντικής προσπάθειας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Τα σημαντικά φυσικά κωλύματα αποτελούσαν και αποτελούν πάντοτε τις ιδανικές αμυντικές τοποθεσίες από τους αρχαιότερους στρατούς μέχρι τους πλέον σύγχρονους.
Το να συγχέει κανείς την αμυντική οργάνωση του εδάφους και την εκμετάλλευση των φυσικών κωλυμάτων με την άμυνα περιοχής, δηλαδή την εκμετάλλευση του αναγλύφου με την καθήλωση δυνάμεων σε στατικές θέσεις και την διεξαγωγή εδαφικής άμυνας, αποτελεί χονδροειδές σφάλμα. Οργάνωση και εκμετάλλευση του εδάφους γίνεται τόσο στη στατική, όσο και στην κινητή άμυνα. Δεν υπήρξε και δεν υπάρχει στρατός, όσο ευκίνητος κι αν είναι αυτός, που να μην επιθυμεί την ύπαρξη κι εκμετάλλευση μεγάλων φυσικών κωλυμάτων για την οργάνωση της άμυνάς του.
Επειδή, ακριβώς, η αμυντική οργάνωση του εδάφους είναι τόσο κρίσιμη για την άμυνα, υπάρχει ολόκληρο όπλο, το Μηχανικό, του οποίου η βασική αποστολή είναι η δημιουργία και η άρση κωλυμάτων – με τα φυσικά κωλύματα να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι, δε, τόσο κρίσιμη η σημασία του ΜΧ στους σύγχρονους στρατούς, που ο McGregor, σε μία από τις πλέον σημαντικές προτάσεις για αναδιοργάνωση του αμερικανικού στρατού, εισηγείται την αναδιοργάνωση των μονάδων ελιγμού σε μεικτά τάγματα/επιλαρχίες, τα οποία θα περιλαμβάνουν έναν λόχο μηχανικού στη σύνθεσή τους, με κύριο συστατικό τους γαιοπροωθητήρες M-9.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ στατικής άμυνας και κινητικής άμυνας σε ότι αφορά τα μεγάλα κωλύματα; Στην μεν πρώτη περίπτωση οι αμυνόμενες δυνάμεις αγκιστρώνονται πάνω στα κωλύματα σε στατικές θέσεις, και είτε αποκρούουν τον εχθρό είτε συμπτύσσονται όταν δε μπορούν να κάνουν αλλιώς, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραμένουν στις θέσεις τους μόνον όσο αυτό τους παρέχει πλεονέκτημα, ενώ είναι έτοιμες να αλλάξουν θέση και να αποκτήσουν και πάλι πλεονέκτημα με την κίνησή τους. Στη στατική άμυνα οι αμυνόμενες δυνάμεις ετοιμάζονται να αμυνθούν για να κρατήσουν το έδαφος που κατέχουν, ενώ στην κινητή άμυνα οι αμυνόμενες δυνάμεις ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν το έδαφος για να καταστρέψουν τον αντίπαλο. Όμως σε κάθε περίπτωση, οι αμυνόμενες δυνάμεις ενεργούν από προετοιμασμένες τοποθεσίες, με τις αμυντικές τους θέσεις όσο το δυνατόν πιο οργανωμένες (και προστατευμένες). Δεν υπάρχει κανένας στρατός και κανένα δόγμα στον κόσμο που να πρεσβεύει ότι όταν μία δύναμη λάβει εντολή να αμυνθεί σε ένα χώρο, αυτή δε θα αρχίσει να ετοιμάζει προστατευόμενες θέσεις και κωλύματα.
Και η «απηρχαιωμένη γραμμή Μαζινό»;
Κατ΄αρχάς, να εξηγήσουμε τη διαφορά μεταξύ αμυντικού κωλύματος και οχυρωματικής γραμμής.
Μία αντιαρματική τάφρος, όπως οποιοδήποτε άλλο κώλυμα, μπορεί να είναι τμήμα μιας οχυρωματικής γραμμής, αλλά δεν είναι οχυρωματική γραμμή. Το κώλυμα αποτελεί εδαφικό χαρακτηριστικό – η οχυρωματική γραμμή αποτελεί τρόπο συγκρότησης της στρατιωτικής δύναμης.
Σε μία οχυρωματική γραμμή, χτίζονται πολλές, μόνιμες οχυρές εγκαταστάσεις, οι οποίες αποτελούν όχι απλώς σημεία στήριξης, αλλά το σύνολο της αμυντικής τοποθεσίας. Για τις δυνάμεις που επανδρώνουν την οχυρωματική γραμμή, δεν προβλέπεται καμία κίνηση, αλλά η μέχρις εσχάτων άμυνα της εγκατάστασης (με εξαίρεση, προφανώς, τα τμήματα ασφαλείας της εγκατάστασης). Το κόστος της επένδυσης είναι τέτοιο, ώστε αποτελεί μια βασική επιχειρησιακή επιλογή: είτε επενδύει κανείς στις οχυρωματικές εγκαταστάσεις, είτε αποκτά ευκίνητες (δηλαδή, στο σύγχρονο κόσμο, μηχανοκίνητες) δυνάμεις.
Την επιλογή αυτή ο ΕΣ την έχει κάνει από καιρό, με την οργάνωση του Δ΄ ΣΣ σε τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες δυνάμεις, ικανές για κινητή άμυνα. Τα κωλύματα υπάρχουν για να εξυπηρετήσουν τις ενέργειες των δυνάμεων αυτών, και όχι το αντίστροφο.
Υπερκέραση μέσω Βουλγαρίας;
Η παράκαμψη της γραμμής και η υπερκέραση της μέσω Βουλγαρίας είναι ένας ακόμη από τους παράδοξους ισχυρισμούς του αρθρογράφου: η δυνατότητα υπερκέρασης της αμυντικής διάταξης μέσω Βουλγαρίας – ενδεχόμενο υπαρκτό – δεν γεννάται και δεν ενισχύεται κατά τίποτα από την ύπαρξη της τάφρου. Είναι μια επιλογή που οι τούρκοι έχουν, ανεξάρτητα από τον τρόπο οργάνωσης της ελληνικής άμυνας. Αντιθέτως, η τάφρος εξασφαλίζει το κρίσιμο πλεονέκτημα για την αντιμετώπιση αυτού ακριβώς του κινδύνου: η οικονομία δυνάμεων που εξασφαλίζει η τάφρος (αφού ένα τόσο ισχυρό κώλυμα απαιτεί μικρότερες, αναλογικά, δυνάμεις για την υπεράσπισή του) δίνει στον ΕΣ τη δυνατότητα να έχει διαθέσιμες τέτοιες ευκίνητες εφεδρείες που θα αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο αυτόν. Όσο οι σχηματισμοί του Δ’ Σώματος Στρατού δεν αλλάζουν το βασικό τους χαρακτήρα (ΤΘ και ΜΚ), η τάφρος είναι ένα ισχυρό μέσο για την ενίσχυση της αμυντικής του ισχύος.
Και η ελληνική αντεπίθεση;
Η αγωνία για την ελληνική αντεπίθεση είναι, ασφαλώς, σεβαστή, αλλά το μόνο πρόβλημα που θέτει η αντιαρματική τάφρος στο Καραγατς για τον ΕΣ είναι το ίδιο που θέτει ο ποταμός Έβρος ως κώλυμα σε όλο το υπόλοιπο μήκος της συνοριογραμμής. Και όπως εκεί προβλέπονται λύσεις στα σχέδια, έτσι (και ευκολότερα) θα προβλεφθούν και επί της τάφρου, στην περιοχή του χερσαίου συνόρου. Άλλωστε, αλίμονο αν η μόνη οδός αντεπίθεσης του ΕΣ στον Έβρο ήταν το Καραγατς…
Πέραν αυτού όμως, στο Ποτάμι ο ΕΣ αντιμετωπίζει και το πολιτικό πρόβλημα που θέτει μία ενδεχόμενη ελληνοτουρκική εμπλοκή στη Θράκη. Με δεδομένο το έντονο ενδιαφέρον των ξένων δυνάμεων για την ελληνοτουρκική ισορροπία, είναι εξαιρετικά πιθανή η σχετικά ταχεία παρέμβαση και πίεση για κατάπαυση των εχθροπραξιών, ακόμη και σε πολύ αρχικό στάδιο. Είναι κρίσιμο να μην έχουν κατορθώσει οι τούρκοι να αποκτήσουν έστω και περιορισμένα εδαφικά πλεονεκτήματα, όσο κι αν αυτά είναι άνευ στρατιωτικής σημασίας, γιατί απλούστατα μπορεί να αποδειχτούν υψηλότατης πολιτικής σημασίας. Η παράμετρος αυτή εξαναγκάζει τον ΕΣ στη διεξαγωγή προωθημένης άμυνας, ακόμη κι αν κανείς θα επιθυμούσε το αντίθετο. Η μάχη στον Έβρο δε θα διεξαχθεί σε πολιτικό κενό. Αντιθέτως, όπως και όλοι οι πόλεμοι, θα είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Και η τουρκική πολιτική μέχρι σήμερα μας έχει δώσει εξόχως σαφείς ενδείξεις για το στόχο της: δημιουργία τετελεσμένων. Η αποτροπή της πολιτικής αυτής είναι πολύ πιο πιεστικό και ρεαλιστικό πρόβλημα από τα σχέδια για την ελληνική αντεπίθεση. Αποτυχία τουρκικής επιθέσεως και καταστροφή των επιτιθεμένων δυνάμεων της Τουρκίας, δε θα ήταν απλώς επαρκής πολιτική και στρατιωτική νίκη, αλλά και θα παρείχε στον ΕΣ την άνεση να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις του με άνεση. Στην αντίστροφη φορά, η τάφρος αποτελεί πολύ μικρότερο πρόβλημα.
Παρεμπιπτόντως το πρόβλημα αυτό δεν είναι πρωτοφανές. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι δυνάμεις των συμμάχων στην Κεντρική και Βόρεια ευρώπη, και ιδίως στους τομείς ευθύνης της NORTHAG και της CENTAG ήταν αναγκασμένες να σχεδιάζουν την άμυνά τους με πιεστικούς πολιτικούς περιορισμούς. Η άμυνα σχεδιαζόνταν ώστε να διεξάγεται η κύρια αμυντική μάχη όσο το δυνατόν ανατολικότερα, με ελάχιστη παραχώρηση εδάφους, πολύ μικρότερη απ΄ότι θα ήταν σκόπιμο από αυστηρά στρατιωτικής απόψεως.
Ένα υστερόγραφο
Μιας και φτάσαμε εδώ, δε μπορούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό να αναφερθούμε στο παράδειγμα της γραμμής Μαζινό.
Η ουσία της γερμανικής νίκης στη μάχη της Γαλλίας, ακόμη και στην πιο απλοϊκή της εκδοχή ( στην πραγματικότητα η νίκη οφειλόταν σε ένα σύνθετο πλέγμα παραγόντων) δεν οφειλόταν σε κάποια “παράκαμψη της γραμμής Μαζινό”. Ούτε το σχέδιο του Μάνσταιν θεωρήθηκε αριστουργηματικό γιατί αυτός απλώς σκέφτηκε να υπερκεράσει την οχυρωματική γραμμή, ούτε οι Γάλλοι ήταν τόσο ηλίθιοι που να μην είχαν σκεφτεί την δυνατότητα υπερκεράσεως.
Αυτό που συνέβη ήταν ότι οι Γερμανοί έκριναν (ορθώς) ότι η θεωρούμενη απροσπέλαστη περιοχή των Αρδεννών, στο άκρο της αμυντικής διάταξης των Συμμάχων, ήταν προσπελάσιμη από τεθωρακισμένες δυνάμεις,. Όμως, ο λόγος που αυτό οδηγούσε σε αποφασιστική πλεονέκτημα (και τελικά σε νίκη) ήταν ότι είχαν κατορθώσει να εξαπατήσουν τους συμμάχους ώστε αυτοί να περιμένουν τον αντίστροφο ελιγμό των γερμανών σε μία επανάληψη του σχεδίου Σλίφφεν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο όγκος των συμμαχικών δυνάμεων ελιγμού (η “masse de maneuvres”) αντί να καλύπτει επαρκώς την οχυρωματική γραμμή είχε σπεύσει βιαστικά προς το Βέλγιο και την Ολλανδία, εκεί που περίμενε να συναντήσει την κύρια γερμανική δύναμη. Αλλά εκεί συνάντησε μόνον την ασθενή Ομάδα Στρατιών του Μποκ, την ώρα που στοιχεία της ισχυρής Ομάδας Στρατιών του Ρούντστεντ διέσχιζαν τον σχεδόν αφύλακτο Μεύση στον ύψος του Σεντάν και κέρδιζαν πρόσβαση στα μετόπισθεν της συμμαχικής παράταξης. Οι σύμμαχοι είχαν αφήσει τη δική τους αντιαρματική τάφρο (τις “αδιάρρηκτες Αρδέννες”) αφύλακτες, και είχαν πάει για βρούβες στο Βορρά. Η κατασκευή της γραμμής Μαζινό μπορεί να υπήρξε στρατηγικό σφάλμα για τους Γάλλους, αλλά χρειάστηκαν πολύ περισσότερα από την «υπερκέρασή» της για να χάσει ο γαλλικός στρατός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου